Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

γ.Σωφρονίου Σαχάρωφ

Ω Κύριε αιώνιε και Δημιουργέ των πάντων,
ο οποίος με την ανεξερεύνητη αγαθότητά σου
με κάλεσες σ’ αυτή τη ζωή,
ο οποίος μου έδωσες τη χάρη του βαπτίσματος
και τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος,
ο οποίος με προίκισες με την επιθυμία
να αναζητήσω εσέ
τον μόνο αληθινό Θεό,
εισάκουσε την προσευχή μου.
Δεν έχω ζωή, φως, χαρά ή σοφία
ούτε δύναμη χωρίς εσένα, ω Θεέ.
Εξαιτίας των αμαρτιών μου δεν τολμώ να υψώσω
τους οφθαλμούς μου σ’ εσένα.
Αλλά συ είπες στους μαθητές σου:
« Κάθε τι που θα ζητήσετε στην προσευχή σας με πίστη,
θα το λάβετε»
και «κάθε τι που θα ζητήσετε στο όνομά μου
θα γίνει».
Γι’ αυτό τολμώ να σε επικαλεστώ:
Καθάρισέ με από κάθε ρύπο σωματικό και
πνευματικό.
Δίδαξέ με να προσεύχομαι ορθά.
Ευλόγησε αυτή τη μέρα που χάρισες σ’ εμένα
τον ανάξιο δούλο σου.
Με τη δύναμη της ευλογίας σου κάνε με ικανό
συνέχεια να ομιλώ και να εργάζομαι για τη δόξα σου,
με καθαρό πνεύμα, ταπείνωση, υπομονή, αγάπη,
ευγένεια, ειρήνη, θάρρος και σοφία,
να αισθάνομαι πάντοτε την παρουσία σου.
Με την άπειρη αγαθότητα σου, ω Κύριε Θεέ
δείξε μου το δρόμο του θελήματός σου,
και δώσε ώστε να βαδίζω μπροστά σου
χωρίς αμαρτία.
Ω Κύριε, σ’ εσένα όλες οι καρδιές είναι ανοικτές.
Συ γνωρίζεις όλα όσα έχω ανάγκη.
Συ γνωρίζεις την τυφλότητα και την άγνοιά μου.
Συ γνωρίζεις την αστάθεια και την διαφθορά της
ψυχής μου.
Αλλ’ ούτε ο πόνος και η αγωνία μου είναι κρυμμένα
από σένα .
Δέξου ,σε παρακαλώ , την προσευχή μου
και με το Άγιο Πνεύμα σου δίδαξέ με τον δρόμο που
πρέπει να πορευθώ.
Και όταν η διεστραμμένη μου θέληση με οδηγήσει σ’
άλλους δρόμους,
μη μ’ αφήσεις να χαθώ, αλλά κάνε με να επιστρέψω
σ’ εσένα.
Δος μου, με τη δύναμη της αγάπης σου, να κρατηθώ
σταθερά στο αγαθό.
Φύλαξέ με από κάθε λόγο ή πράξη
που μπορεί να καταστρέψει την ψυχή,
από κάθε επιθυμία που μπορεί να σε δυσαρεστήσει
Και να βλάψει τον αδελφό μου.
Δίδαξέ με πως πρέπει και τι πρέπει να λέγω.
Αν είναι θέλημά σου να μην απαντώ,
δος μου πνεύμα ειρηνικής σιωπής,
που να μην προκαλεί λύπη ή πόνο στον αδελφό μου.
Στήριξέ με στο δρόμο των εντολών σου
και μέχρι την τελευταία μου πνοή
δώσε να μην απομακρυνθώ από το φως των εντολών
σου.
Οι εντολές σου ας γίνουν ο μόνος νόμος της ζωής
μου
στη γη και σ’ όλη την αιωνιότητα.
Ω Θεέ, σε παρακαλώ, ελέησέ με.
Λύτρωσέ με από τη θλίψη και την αθλιότητά μου
και μην κρύβεις από μένα το δρόμο της σωτηρίας.
Μέσα στη μωρία μου ,ω Θεέ, σου ζήτησα πράγματα
πολλά και μεγάλα.
Θυμάμαι πάντοτε την αδυναμία μου, την αγένεια και
την φαυλότητά μου και κράζω:
Ελέησέ με.
Μη με απομακρύνης από το Πρόσωπό σου εξαιτίας
της αλαζονείας μου.
Δώσε και αύξησε σε μένα τη δύναμη
να σε αγαπώ σύμφωνα με τις εντολές σου,
εγώ ο χειρότερος των ανθρώπων,
με όλη μου την καρδιά,
με όλη μου την ψυχή,
με όλη μου τη διάνοια,
με όλη μου τη δύναμη,
και με όλη μου την ύπαρξη.
Ναι, ω Θεέ, με το Άγιο πνεύμα σου,
δίδαξέ με δίκαια κρίση και γνώση.
Δος μου τη γνώση της δικής σου αλήθειας,
πριν έλθει το τέλος μου.
Διατήρησε τη ζωή μου στον κόσμο τούτο,
μέχρι να μπορέσω να σου προσφέρω άξια μετάνοια.
Μη με οδηγήσεις σε θάνατο στη μέση των ημερών
μου.
Ούτε ενόσω ο νους μου είναι τυφλωμένος .
Όταν όμως θέλεις να βάλεις τέρμα στη ζωή μου,
να μου το δείξεις από πρωτύτερα
για να προετοιμάσω την ψυχή μου
πριν παρουσιαστεί μπροστά σου.
Να είσαι μαζύ μου, ω θεέ, κατά την φοβερή αυτή ώρα
και να μου δωρίσεις τη χαρά της σωτηρίας ,
Καθάρισέ με από τις κρυφές αμαρτίες μου
και απ’ όλη την αχαριστία που έχω μέσα μου
Και δώρισέ μου καλή απολογία
μπροστά στο θρόνο της κρίσης σου.
Ναι, ω θεέ , με το μεγάλο σου έλεος
και την αμέτρητη αγάπη σου
για το ανθρώπινο γένος,
Άκουσε την προσευχή μου.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

᾿Αδιαλείπτως...




Προςευχὴ σωφροσύνης ἐστὶ φυλακτήριον, θυμοῦ παιδαγωγία, τύφου καταστολή, μνησικακίας καθάρσιον, φθόνου καθαίρεσις, ἀδικίας ἀναίρεσις, ἀσεβείας ἐπανόρθωσις.
Προςευχὴ σωμάτων ἐστὶν ἰσχὺς, οἰκίας εὐθηνία, πόλεως εὐνομία, βασιλείας κράτος, πολέμου τρόπαιον, εἰρήνης ἀσφάλεια, τῶν διεστώτων συναγωγὴ, τῶν συνεστώτων διαμονή·
Προςευχὴ παρθενίας ἐστὶ σφραγὶς, γάμου πίστις, ὁδοιπόροις ὅπλον, κοιμωμένων φύλαξ, ἐγρηγορότων θάρσος, γεωργῶν εὐφορία, ναυτιλλομένων σωτηρία.
Προςευχὴ κρινομένων συνήγορος, δεδεμένων ἄνεσις, κεκμηκότων ἀνάπαυσις, λυπουμένων παραμυθία, χαιρόντων θυμηδία, πενθούντων παράκλησις, γαμούντων στέφανος, γενεθλίων ἑορτή, ἀποθνησκόντων ἐντάφιον.
Προςευχὴ θεοῦ ὁμιλία, τῶν ἀοράτων θεωρία, τῶν ἐπιθυμουμένων πληροφορία, τῶν ἀγγέλων ὁμοτιμία, τῶν καλῶν προκοπή, τῶν κακῶν ἀποτροπή, τῶν ἁμαρτανομένων διόρθωσις, τῶν παρόντων ἀπόλαυσις, τῶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις.
Προςευχὴ τῷ μὲν Ἰωνᾷ τὸ κῆτος οἶκον ἐποίησεν, τὸν δὲ Ἐζεκίαν ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν ἐπανήγαγεν, τοῖς δὲ τρισὶ νέοις εἰς πνεῦμα δροσῶδες τὴν φλόγα ἔτρεψεν, καὶ τοῖς Ἰσραηλίταις κατὰ τῶν Ἀμαληκιτῶν ἀνέστησε τρόπαιον, καὶ τὰς ἑκατὸν ὀγδοήκοντα καὶ πέντε τῶν Ἀσσυρίων χιλιάδας μιᾷ νυκτὶ τῇ ἀοράτῳ ῥομφαίᾳ κατέστρωσεν.
Καὶ μυρία πρὸς τούτοις ἔστιν εὑρεῖν ἐκ τῶν ἤδη γεγενημένων τὰ ὑποδείγματα δι᾿ ὧν φανερὸν γίνεται τὸ μηδὲν τῆς προςευχῆς εἶναι τῶν κατὰ τὴν ζωὴν τιμίων ἀνώτερον.
Ἀλλὰ καιρὸς ἂν εἴη πρὸς αὐτὴν ἤδη τὴν προςευχὴν ἀσχοληθῆναι· μᾶλλον δὲ μικρὸν ἔτι προςθῶμεν τῷ λόγῳ, ὅτι πολλῶν καὶ παντοδαπῶν ἀγαθῶν παρὰ τῆς θείας χάριτος ἡμῖν ὑπαρξάντων ἓν τοῦτο πρὸς ἀντίδοσιν ὧν εἰλήφαμεν ἔχομεν, τὸ διὰ προςευχῆς τε καὶ εὐχαριστίας τὸν εὐεργέτην ἀμείβεσθαι.
Λογίζομαι τοίνυν ὅτι, κἂν πάσῃ τῇ ζωῇ τὴν πρὸς τὸν θεὸν ὁμιλίαν συμπαρατείνωμεν εὐχαριστοῦντες καὶ προςευχόμενοι, τοσοῦτον τῆς κατὰ τὴν ἀντίδοσιν ἀξίας ἀπολειπόμεθα ὅσον εἰ μηδὲ τὴν ἀρχὴν ἀντιδοῦναι τῷ εὐεργέτῃ προεθυμήθημεν.

Αγ.Γρηγορίου Νύσσης

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Αγ.Συμεών του νέου Θεολόγου

Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή, ἐλθέ τό ἀποκεκρυμμένον μυστήριον, ἐλθέ ὁ ἀκατονόμαστος θησαυρός, ἐλθέ τό ἀνεκφώνητον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκατανόητον πρόσωπον, ἐλθέ ἡ ἀΐδιος ἀγαλλίασις, ἐλθέ τό ἀνέσπερον φῶς, ἐλθέ πάντων τῶν μελλόντων σωθῆναι ἡ ἀληθινή προσδοκία, ἐλθέ τῶν κειμένων ἡ ἔγερσις, ἐλθέ τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις, ἐλθέ ὁ δυνατός, ὁ πάντα ἀεί ποιῶν καί μεταποιῶν καί ἀλλοιῶν μόνῳ τῷ βούλεσθαι! Ἐλθέ ὁ ἀόρατος καί ἀναφής πάντῃ ἀψηλάφητος, ἐλθέ ὁ ἀεί μένων ἀμετακίνητος καί καθ᾿ ὥραν ὅλος μετακινούμενος καί ἐρχόμενος πρός ἡμᾶς τούς ἐν τῷ ᾅδη κειμένους, ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἐλθέ τό περιπόθητον ὄνομα καί θρυλούμενον, λαληθῆναι δέ παρ᾿ ἡμῶν, ὅπερ εἷς, ἤ γνωσθῆναι, ὁποῖος ἤ ποταπός, ὅλως ἡμῖν ἀνεπίδεκτον. Ἐλθέ ἡ αἰώνιος χαρά, ἐλθέ τό στέφος τό ἀμαράντινον, ἐλθέ ἡ πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί βασιλέως ἡμῶν, ἐλθέ ἡ ζώνη ἡ κρυσταλλοειδής καί διάλιθος, ἐλθέ τό ὑπόδημα τό ἀπρόσιτον, ἐλθέ ἡ βασίλειος ἁλουργίς καί αὐτοκρατορική ὄντως δεξιά! Ἐλθέ, ὅν ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή, ἐλθέ ὁ μόνος πρός μόνον, ὅτι μόνος εἰμί, καθάπερ ὁρᾷς! Ἐλθέ ὁ χωρίσας ἐκ πάντων καί ποιήσας με μόνον ἐπί τῆς γῆς, ἐλθέ ὁ γενόμενος πόθος αὐτός ἐν ἐμοί καί ποθεῖν σε ποιήσας με, τόν ἀπρόσιτον παντελῶς! Ἐλθέ ἡ πνοή μου καί ἡ ζωή, ἐλθέ ἡ παραμυθία τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, ἐλθέ ἡ χαρά καί ἡ δόξα καί ἡ διηνεκής μου τρυφή!

Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἕν πνεῦμα ἐγένου μετ᾿ ἐμοῦ˙ ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως ὁ ἐπί πάντων Θεός, καί αὐτός μοι τά πάντα ἐν πᾶσι γεγένησαι, τροφή ἀνεκλάλητος καί εἰς ἅπαν ἀδάπανος, ἀενάως ὑπερεκχεομένη τοῖς τῆς ἐμῆς ψυχῆς χείλεσι καί ὑπερεκβλύζουσα ἐν τῇ πηγῇ τῆς καρδίας μου, ἔνδυμα ἀπαστράπτον καί καταφλέγον τούς δαίμονας, κάθαρσις διά ἀφθάρτων καί ἁγίων δακρύων ἐκπλύνουσά με, ὧν ἡ σή παρουσία, πρός οὕς παραγίνῃ, χαρίζεται. Εὐχαριστῶ σοι, τό φῶς ἀνέσπερόν μοι γεγένησαι καί ἥλιος ἄδυτος, ποῦ κρυβῆναι μή ἔχων ὁ πληρῶν τῆς σῆς δόξης τά σύμπαντα. Οὐδέποτε γάρ ἀπεκρύβης ἀπό τινος, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἀεί κρυπτόμεθα ἀπό σοῦ, ἐλθεῖν πρός σέ μή βουλόμενοι. Ποῦ γάρ καί κρυβήσῃ ὁ μηδαμοῦ ἔχων τόπον τῆς σῆς καταπαύσεως; Ἤ διά τί, ὁ μήποτε ἀποστρεφόμενος τῶν πάντων τινά, μήτε τινά αὐτῶν ἐντρεπόμενος; Νῦν οῦν ἐνσκήνωσον, Δέσποτα, ἐν ἐμοί καί κατοίκησον καί μεῖνον ἀδιαστάτως, ἀχωρίστως μέχρι τέλους ἐν ἐμοί τῷ δούλῳ σου, ἀγαθέ, ἵνα κἀγώ εὑρεθῶ ἐν τῇ ἐξόδῳ μου καί μετά τήν ἔξοδον ἐν σοί, ἀγαθέ, καί συμβασιλεύσω σοι, τῷ ἐπί πάντων Θεῷ! Μεῖνον, Δέσποτα, καί μή ἐάσῃς με μόνον, ἵνα ἐρχόμενοι οἱ ἐχθροί μου, οἱ ζητοῦντες ἀεί τοῦ καταπιεῖν τήν ψυχήν μου καί εὑρίσκοντές σε μένοντα ἐν ἐμοί, φεύξωνται παντελῶς καί μή ἰσχύσωσι κατ᾿ ἐμοῦ, βλέποντές σε, τόν ἰσχυρότερον πάντων, ἔνδοθεν καθήμενον ἐν τῇ οἰκίᾳ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς. (35) Ναί, Δέσποτα, ὡς ἐμνήσθης μου, ὅτε ἐν τῷ κόσμῳ ἐτύγχανον καί ἀγνοοῦντός μου αὐτός ἐξελέξω με καί ἀπό τοῦ κόσμου ἐχώρισας καί πρό προσώπου τῆς δόξης σου ἔστησας, οὕτω καί νῦν ἔνδον ἱστάμενόν με εἰς ἀεί καί ἀμετακίνητον ἐν τῇ ἐμοί οἰκήσει σου διαφύλαξον, ἵνα μή βλέπων σε διηνεκῶς ὁ νεκρός ἐγώ ζῶ, καί ἔχων σε ὁ πένης ἀεί πλουτῶ, καί βασιλέων πάντων ἔσομαι πλουσιώτερος, καί ἐσθίων καί πίνων σε καθ᾿ ὥραν ἐπενδυόμενος ἐν ἀνεκλαλήτοις ὦ καί ἔσομαι ἐντρυφῶν ἀγαθοῖς, ὅτι σύ ὑπάρχεις πᾶν ἀγαθόν καί πᾶσα δόξα καί πᾶσα τρυφή καί σοί πρέπει ἡ δόξα, τῇ Ἁγίᾳ καί Ὁμοουσίῳ καί Ζωοποιῷ Τριάδι, τῇ ἐν Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι σεβομένῃ τε καί γνωριζομένῃ καί προσκυνουμένῃ καί λατρευομένῃ ὑπό πάντων νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Είναι πολύ αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, το να μην εμπιστευώμαστε τον εαυτόν μας, όπως είπαμε· παρόλα αυτά, εάν απελπισθούμε μόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι του εαυτού μας, βέβαια, ή τραπούμε σε φυγή, ή θα νικηθούμε, και θα κυριευθούμε από τους εχθρούς. Γι αυτό, κοντά στη ολοκληρωτική απάρνησι του εαυτού μας, χρειάζεται ακόμη και η πλήρης ελπίδα και εμπιστοσύνη στο Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν μόνο κάθε καλόν και κάθε βοήθεια και νίκη. Γιατί, καθώς από τον εαυτό μας, όπου είμαστε το τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιμένουμε, παρά γκρεμίσματα και πτώσεις, για τα οποία και πρέπει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας τελείως, κατά αυτό τον τρόπο θα απολαύσουμε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αμέσως μόλις οπλίσουμε την καρδιά μας με μίαν ζωντανή ελπίδα σε αυτόν, ότι θα λάβουμε την βοήθειά του σύμφωνα με εκείνο το ψαλμικό «σ αυτόν έλπισε η καρδιά μου και βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9).
Αυτήν την ελπίδα, μαζί και βοήθεια, μπορούμε να πετύχουμε για τέσσερις λόγους.
α) Γιατί την ζητάμε από ένα Θεό, ο οποίος με το να είναι Παντοδύναμος, ό,τι θέλει μπορεί να το κάνη και στη συνέχεια μπορεί να βοηθήση και μας.
β) Γιατί, την ζητάμε από ένα Θεό ο οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει με πλήρη τελειότητα, και επομένως γνωρίζει όλο εκείνο που ταιριάζει στη σωτηρία μας.
γ) Γιατί ζητάμε αυτή την βοήθεια, από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι ατέλειωτα αγαθός, με μία αγάπη και θέλησι που δεν περιγράφεται, είναι πάντα έτοιμος για να δώση από ώρα σε ώρα, και από στιγμή σε στιγμή, όλη τη βοήθεια που μας χρειάζεται, για την πνευματική και ολοκληρωτική νίκη του εαυτού μας, αμέσως όταν τρέξουμε στην αγκαλιά του με σταθερή ελπίδα.
Και Πως είναι δυνατόν, ο καλός εκείνος Ποιμένας μας, που έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαμένο πρόβατο, με τόσο δυνατές φωνές, που βράχνιασε ο λάρυγκας, που περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικό και ακανθώδη, που έχυσε όλο του το αίμα και έδωσε τη ζωή, Πως είναι δυνατόν, λέω, τώρα που αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και με επιθυμία φωνάζει, και τον παρακαλεί, να μη γυρίση σε αυτό τους οφθαλμούς του; Πως μπορεί να μην το ακούση; και να μην το βάλη στους θείους του ώμους, κάνοντας γιορτή με όλους τους Αγγέλους του ουρανού; και αν ο Θεός μας δεν παύει από το να γυρεύη με μεγάλη επιμέλεια και αγάπη, να βρή κατά την ευαγγελική παραβολή, τη χαμένη δραχμή, τον τυφλό και κωφό αμαρτωλό, Πως γίνεται τώρα να εγκαταλείψη αυτόν, που σαν χαμένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του Ποιμένα; και ποιός θα πιστέψη ποτέ, Πως ο Θεός, που χτυπάει πάντα την καρδιά του ανθρώπου, επιθυμώντας να μπή μέσα και να δειπνήση, σύμφωνα με την ιερή Αποκάλυψι δίνοντας σε αυτόν τα χαρίσματά του, ότι, όταν του ανοίγη την καρδιά ο άνθρωπος και τον προσκαλή, αυτός θα έπρεπε να κάνη με την θέλησί του τον κωφό και να μη θέλη να μπή;
Ο δ τρόπος για ν απόκτηση κάποιος αυτήν την στο Θεόν ελπίδα και βοήθεια, είναι το να τρέξη με την μνήμη του στην αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα μέρη ας δείχνουν φανερά, ότι δεν έμεινε ποτέ ντροπιασμένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό. «Κοιτάξτε τις αρχαίες γενεές και στοχασθήτε· ποιός εμπιστεύθηκε στον Κύριο και καταντροπιάσθηκε;» (Σειράχ 2,9)

Μέ τα τέσσαρα λοιπόν αυτά όπλα οπλίσου, αδελφέ μου. Και άρχισε το έργο, και πολέμησε για να νικήσης· και βέβαια από αυτά θα αποκτήσης, όχι μόνον την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό, αλλά και την ολοκληρωτική απελπισία στον εαυτό σου, για την οποία δεν παραλείπω να σου υπενθυμίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, ότι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώσι της· επειδή, στον άνθρωπο είναι τόσον πολύ προσκολλημένη η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι και τόσο λεπτή, που σχεδόν πάντα ζη κρυφά μέσα στην καρδιά μας, και μας φαίνεται Πως δεν έχομε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και έχομε ελπίδα στο Θεό. Οπότε, για να φεύγης εσύ, όσο μπορείς, αυτή την μάταιη υπόληψι, και να εργάζεσαι με την έλλειψι επιστοσύνης στον εαυτό σου και με την ελπίδα στο Θεό, είναι ανάγκη να προπορεύεται η σκέψις της αδυναμίας σου, πιο πριν από την σκέψη της παντοδυναμίας του Θεού, και πάλι αυτές οι δυό μαζί να προπορεύωνται πριν από κάθε μας πράξι.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Οσίου Σάββα του εν Καλύμνω

Μοναχός είναι εκείνος όστις φυλάττει παρθένον και αμόλυντον το σώμα και το στόμα του,και έχει την ψυχήν του περίλυπον και ενθυμείται ακαταπαύστως τον θάνατον
Μοναχός είναι εκείνος όστις είναι τη αληθεία ταπεινός και επιθυμεί να τον καταφρονώσιν άπαντες και πιστεύει ότι ο Θεός είναι δυνατός να σηκώση εκ μέσου αυτών παν ανθρώπινον σκάνδαλον.
Μοναχός είναι εκείνος όστις το εδικόν του θέλημα ενέκρωσεν και τω Κυρίω Διδασκάλω και πνευματικώ αυτού πατρί την εαυτού επιμέλλειαν και προστασίαν εκδέδωκεν, ο τοιούτος εκ δεξιών του Εσταυρωμένου σταθήσεται.
Μοναχός είναι εκείνος όστις πενθεί και κλαίει τας αμαρτίας του και δεν φροντίζει να σκέπτεται ξένας αμαρτίας,ούτε κατακρίνει τινά,ούτε οργίζεται,αλλ'υπομένει μετ'ευχαριστήσεως πάσαν ζημίαν και περιφρόνησιν δια να έχει παρρησίαν εις τον Θεόν τον ουράνιον Κριτή και Πατέρα πάντων.
Μοναχός υπήκοος και ταπεινός είναι απηλλαγμένος θυμού,οργής,ανυπομονησίας και κατακρίσεως.
Ο απλούς μοναχός και άκακος γίνεται εκουσίως ως το ανόητον ζώον,το οποίον έκανε και εσυνήθισε να υποτάσσεται άνευ εξετάσεως και εναντιότητος εις εκείνον όπου το άγει διά να το κυβερνά ως βούλεται.
Οι μοναχοί οφείλουσι να υπομένουσι αταράχως και με πολλήν ευχαρίστησιν πάσας τας επερχόμενας εις αυτούς θλίψεις,διότι προσεκλήθησαν παρά Θεού,ίνα γίνωσι κοινωνοί των παθημάτων και της δόξης Αυτού.
Δεν αρμόζει εις μοναχούς,των οποίων το καθήκον είναι να πενθούσι διά τας αμαρτίας των,δε τους ανήκει λέγω,να σπουδάζουσι και να βαθυλογώσι δι'υψηλά και θεολογικά νοήματα και ζητήματα,τα οποία αφανίζουσι τα δάκρυα και την ευλάβειαν,αλλά πρέπει να γίνονται όμοιοι με εκείνους τους καταφρονημένους όπου κάθηνται επάνω εις την κοπριάν και φορούσι παλαιόρασα και κλαίουσι τας αμαρτίας των.Μη ζητεί, αδερφέ, να μανθάνεις μεγάλα κι ακατανόητα,διότι αυτά δε χρειάζονται δια την σωτηρίαν σου.Δια τούτο φεύγε από αυτά δια να ακολουθήση εις σε η ωραιοπρόσωπος ταπείνωσις και να σε συναριθμήση εις την αιώνιον των αυλών Αγγέλων ομήγυριν.
Τα γνωρίσματα των αληθινών μοναχών επι των οποίων ως επί κανόνα πρέπει να ρυθμίζωσιν εαυτούς οι θέλοντες ευαρεστήσαι τω Κυρίω είναι ταύτα.Η υποταγή,η ακτημοσύνη και η παρθενία.Εκτός της οδού ταύτης αδύνατον προκόψαι.Ο δέ άνευ τούτων πορευόμενος εις μάτην μοχθεί.
Δόξα τω Αγίω Θεώ.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Αββά Δωροθέου

Γιατί υπάρχουν τρία είδη ψυχικών διαθέσεων, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, με τα οποία μπορούμε να ευαρεστήσουμε στο Θεό. Δηλαδή, ευαρεστούμε στο Θεό ή επειδή φοβό­μαστε την κόλαση -και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου- ή εκπληρώνουμε τις εντολές του Θεού, επειδή επιδιώ­κουμε τα κέρδη που θα πάρουμε σαν μισθό από το Θεό για την προσωπική μας ωφέλεια -και σ' αυτό το σημείο μοιάζουμε με τους μισθωτούς- ή για το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού.

Γιατί, όταν ο υιός φτάσει σε ώριμη ηλικία, κάνει το θέλημα του πατέρα του, όχι γιατί φοβάται μήπως τον δείρει, ούτε για να πάρει άπ' αυτόν μισθό, αλλά επειδή τον αγαπάει ιδιαίτερα και τον σέβεται και είναι σίγουρος ότι όλα τα υπάρχοντα του πατέρα του είναι δικά του. Αυτός αξιώνεται ν' ακούσει: Δεν είσαι πια δούλος, αλλά υιός και κληρονόμος του Θεού, δια Χριστού (Γαλ. 4, 7). Αυτός δεν φοβάται πια το Θεό, μ' εκείνον βέβαια τον αρχικό φόβο, αλλά τον αγαπάει, όπως λέει ο Αγ. Αντώνιος: Εγώ δεν φοβάμαι πια το Θεό, αλλά τον αγαπώ. Και ο Κύριος που είπε στον Αβραάμ, μετά την προσφορά του παιδιού του: Τώρα πια βεβαι­ώθηκα ότι φοβάσαι το Θεό (Γεν. 22, 12), εκείνον τον τέλειο φόβο εννοούσε, που έρχεται στην ψυχή από την αγάπη. Γιατί πως θα έλεγε: Τώρα πια βεβαιώθηκα; - Συγχωρά με, Θεέ μου, που θα κάνω αυτή τη σκέψη. Τόσα πολλά έκανε ο Αβραάμ. Υπά­κουσε στο Θεό και άφησε όλα του τα υπάρχοντα και ξενιτεύτηκε σε ξένη γη και σε ειδωλολατρικό έθνος, όπου δεν υπήρχε ούτε ίχνος θεοσέβειας, και πάνω άπ' όλα του έστειλε και το φοβερό πειρασμό της θυσίας του παιδιού του. Και μετά άπ' όλα αυτά του λέει: Τώρα πια βεβαιώθηκα ότι φοβάσαι το Θεό; Είναι ολοφάνερο ότι τον τέλειο φόβο ευνοούσε, αυτόν που έχουν οι Άγιοι. Γιατί δεν κάνουν πια το θέλημα του Θεού από το φόβο της τιμωρίας ή για να πάρουν μισθό, αλλά επειδή αγαπάνε το Θεό, όπως πολλές φορές είπαμε, επειδή φοβούνται να κάνουν κάτι που δεν συμφωνεί με το θέλημα του Αγαπημένου. Και γι' αυτό λέει: Η αγάπη απομακρύνει το φόβο. Γιατί δεν τηρούν πια το νόμο του Θεού από φόβο, αλλά φοβούνται επειδή αγαπάνε.

Αυτός είναι ο τέλειος φόβος, αλλά δεν μπορεί κανείς να φτάσει στον τέλειο φόβο, όπως πριν είπαμε, αν δεν αποκτή­σει πρώτα τον αρχικό φόβο. Γιατί λέει: Η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου (Ψαλμ. 110, 10). Και πάλι λέει: Αρχή και τέλος είναι ο φόβος του Θεού (Παροιμ. 1, 7: 9,10: 22, 4). Αρχή εννοεί τον αρχικό φόβο που τον διαδέχεται ο τέλειος, ο φόβος των αγίων. Ο αρχικός λοιπόν φόβος ταιριάζει στο δικό μας πνευματικό επίπεδο. Αυτός προφυλάσσει την ψυχή από κάθε κακία, όπως το γάνωμα προφυλάσσει το χάλκωμα. Γιατί λέει: Με το φόβο του Κυρίου ξεφεύγει καθένας από κάθε κακό (Παροιμ. 15, 27). Εάν λοιπόν απομακρυνθεί από το κακό, με το φόβο της τιμωρίας, σαν το δούλο που φοβάται το αφεντικό του, φτάνει σιγά-σιγά να κάνει το καλό, και κάνοντας το καλό αρχίζει λίγο-λίγο να ελπίζει και σε κάποια αμοιβή της εργασίας, όπως ακριβώς και ο μισθωτός. Όταν λοιπόν επιμείνει στην αποφυγή του κακού, όπως είπαμε, από φόβο σαν το δούλο, και πάλι, όταν συνεχίσει να κάνει το καλό με την ελπίδα της αμοιβής, όπως ακριβώς ο μισθωτός, παραμένοντας, με τη Χάρη Θεού, στην προσπάθεια του καλού για αρκετό χρονικό διάστημα και προσεγγίζοντας το Θεό, ανάλογα με την πρόοδο του, γεύεται τελικά τη Θεϊκή παρουσία και δεν θέλει πια ν' απομακρυνθεί από το Θεό. Γιατί ποιος μπορεί πια να τον χωρίσει, όπως είπε ο Απόστολος, από την αγάπη του Χριστού; (Ρωμ. 8, 35). Τότε φτάνει στην κατάσταση του υιού και αγαπάει το καλό για το ίδιο το καλό και φοβάται επειδή αγαπάει. Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος και τέλειος φόβος.


Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Oσ.Ισαάκ του Σύρου

Ο συνελθών τω νω αυτού εν τη ησυχία πολιτεύεσθαι, ρυθμιζέτω εαυτόν και εν τη γεωργία και τάξει της ησυ­χίας διεξαγαγέτω το επίλοιπον των ημερών αυτού. Όταν συμβή σοι, ως εστί σύνηθες τη τάξει της ησυχίας τη ωρισμένη υπό της θείας χάριτος, ένδοθεν συγκεχύσθαι τω σκότει την ψυχήν, και ώσπερ τάς ηλιακάς ακτίνας τάς καλυπτομένας από της γης εκ της αχλύος των νεφελών, προς ολίγον χρόνον στερηθήναι της πνευματικής παρακλήσεως και του φωτός της χάριτος, δια το επισκιάζον νέφος των παθών, και συσταλήναι από σου μικρόν την χαροποιόν δύναμιν και επισκιάσαι τω νω ασυνήθη αχλύν, μη ταραχθής τη διανοία και χείρα προτείνης τη αγνοία της ψυχής, άλλ' υπόμεινον και ανάγνωθι είς τάς βίβλους των διδασκάλων, και βίασαι σαυτόν εν τη ευχή και εκδέχου την βοήθειαν.
Ώσπερ γαρ αποκαλύπτεται το πρόσωπον της γης ταίς ακτίσι του ηλίου εκ της κατασχούσης σκοτίας του αέρος, ούτω δύναται και η ευχή λύσαι και διασκεδάσαι εκ της ψυχής τα νέφη των παθών και διαυγάσαι τον νουν τω φωτί της ευφροσύνης και της παρακλήσεως όπερ τίκτειν είωθεν εν τοις ενθυμήμασιν ημών, και μάλιστα όταν σχή ύλην εκ των θείων Γραφών και εγρήγορσιν στίλβουσαν τον νουν. Η γαρ διηνεκής μελέτη εν ταίς γραφαίς των αγίων θαύματος ακατάληπτου και θείας ευφροσύνης την ψυχήν εμπίπλησι.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα είς τους αιώνας.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

φιλία και πλησίον

Καὶ μὴ τὸ δεῖσθαι ἑτέρου αἰσχρόν τι εἶναι νόμιζε· τῆς γὰρ ἀφάτου σοφίας τοῦ Θεοῦ τοῦτο γέγονεν ἔργον. Εἰ γὰρ ἀλλήλων χρῄζομεν, καὶ οὐδὲ ἡ τῆς χρείας ἀνάγκη συνάγει εἰς φιλίαν ἡμᾶς· εἰ αὐτάρκεις ἧμεν, οὐκ ἂν ἦμεν θηρία ἀτίθασσα; Βίᾳ καὶ ἀνάγκῃ ἡμᾶς ὑπέταξεν ὁ Θεὸς ἀλλήλοις, καὶ καθ' ἑκάστην συγκρουόμεθα ἀλλήλοις ἡμέραν· εἰ τοῦτον περιεῖλε τὸν χαλινὸν, τίς ἂν ταχέως ἠράσθη τῆς τοῦ πλησίον φιλίας; ∆ιὰ γὰρ τοῦτο μίαν οἰκίαν ἡμῖν τὸν κόσμον ἔδωκεν ὁ Θεὸς, καὶ ἕνα ἀνῆψε πᾶσι λύχνον, τὸν ἥλιον, καὶ ἕνα ἐξέτεινεν ὄροφον, τὸν οὐρανὸν, καὶ μίαν ἀνῆκε τράπεζαν, τὴν γῆν. 

Αγ. Ιωάννου χρυσοστόμου

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Αγ.Ιωάννου του Δαμασκηνού


Χαίροις͵ μόνη Μήτηρ Θεοῦ͵ ἡ ἀπ΄ ἄκρων τοῦ οὐ ρανοῦ ἕως ἄκρων αὐτοῦ͵ μητρικῶς τε καὶ Δαυϊτικῶς τὸ κατάντημα τῆς προστασίας ἔχουσα. Χαίροις͵ μόνη Μήτηρ Θεοῦ͵ ἡ τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων μεγαλοπρεπής τε καὶ μεγαλόφωτος εὔ κλεια. Χαίροις͵ μόνη Μήτηρ Θεοῦ͵ ἡ πάσης ἀκτῖνος φωτεινοτέρα͵ καὶ πάσης καθαρότητος καθαρωτέρα. Χαίροις͵ μόνη Μήτηρ Θεοῦ͵ ἡ παντὸς σεβάσματος σεβασμιωτέρα͵ καὶ παντὸς ἀκούσματος ὑπερκείμενον ἄκουσμα. Χαίροις͵ μόνη μήτηρ Θεοῦ͵ ἡ παντὸς γλυκάσματος γλυκυτέρα͵ καὶ παντὸς εὐγενοῦς εὐ γενεστέρα͵ καὶ παντὸς πλούτου ῥέοντος πλουσιωτέρα. Χαίροις͵ μόνη Μήτηρ Θεοῦ͵ τὸ μόνον ὄντως ἀληθῶς Χριστιανικῆς κτίσεως παγκάλλινον καὶ πασιπόθητον ὄνομα. Χαίροις͵ μόνη Μήτηρ Θεοῦ͵ ἡ προσκυνητὴ εἰς τοὺς αἰῶνας͵ καὶ δοξαστὴ εἰς τοὺς αἰῶνας͵ καὶ ἐπαινετὴ εἰς ἀπεράντους αἰῶνας. Χαίροις͵ μόνη Μή τηρ Θεοῦ͵ ἡ εἰς πάσας γενεὰς γενεῶν ὑπὸ ἀγγέλων τε καὶ ἀνθρώπων ὁμοφώνως ἐν φόβῳ μεγαλυνομένη.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Πάντες δε,την βίαν και τόν πόθον,το δαπανάσθαι υπέρ αλλήλων





Δεῦτε ἀδελφοί εὐλογημένοι, 
οἱ κυκλῳ ἰστάμενοι τοῦ Καλοῦ ἡμῶν ποιμένος, 
δεῦτε καί προσάξωμεν αὐτῷ δῶρα εὐπρόσδεκτα: 
ὁ μέν τό ἰλαρόν του προσώπου, ὁ δέ τό ἀγόγγυστον, 
ἄλλος τήν προθυμίαν καί ἕτερος τήν σιωπήν. 
Πάντες δέ τήν βίαν καί τόν πόθον, 
τό δαπανᾶσθαι ὑπερ ἀλλήλων, 
τό μή ἐνδιαθρίπτεσθαι τήν ὑποταγήν, 
τοιαύταις γάρ προσφοραῖς εὐαρεστεῖται ὁ πατήρ. 
Καί νῦν πάτερ τίμιε, ὑπέρ ἡμῶν μή ἀποκάμης τόν Θεόν έξιλεουμενος, 
τέκνα γαρ μωμητά καί ἀπειθῆ ἐσμέν. 
Ἀλλά διά τήν σήν φιλοτεκνίαν συνανέλκυσον ἡμᾶς εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Ούρανῶν.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Παρηγορήτισσαν

Παρθένα μάννα, του στρατού σου ασπίδα,
των πρώϊμων μυγδαλιών θα ρεψ’ η ελπίδα,
στους βωμούς της Ηπείρου, οπού φλογίζουν;
Παρθένα μάννα, εσώθη το φεγγάρι,
που φώταε τη μεγάλη σου χάρη
κι’ οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν.
Σε ρημοκκλήσια, οπού μια φλόγα τρέμει
του χλωμού καντηλιού σου και οι ανέμοι
κι’ η βροχή παραδέρνουν ναν τη σβύσουν
κι’ οι λαβωμένοι, βογγούν για τα χάδια,
τα δροσοπάροχά σου, στα σκοτάδια,
μεταλαβή τους πριν να ξεψυχήσουν.
Κυρά, που δρόσο ερίχναν τα μαλλιά σου,
να κοιμηθή η σκλαβιά στην αγκαλιά σου,
οπού μπροστά σου όση είναι δάφνη στέκει
κι’ όσο λιβάνι για τα γόνατά σου
κι’ απ’ την παρηγορήτραν ομορφιά σου
παίρνει όση χάρη έχει το τουφέκι.
Που τα βαθειά Γιαννιώτικα περβόλια
μοσκοβολάν για τη δική σου ανάσα,
που τάμα σου χρυσώνανε τα βόλια,
κι’ η έρμη πολιτεία σου ετάχτη πάσα
σα νύφη και σα χήρα, οπού τη δόλια,
μοίρα της σκέπει σε καλόγριας ράσα,
άπλωσ’ τα χέρια στο χαμό κι’ ας γύρει
η χάρη σου, καθώς σε πανηγύρι,
Παντάνασσα, κι’ ας βρη το μονοπάτι,
πέρα απ’ το δρόμο, με κορμιά στρωμένο,
που περιμένει το συγυρισμένο,
για να σε πάει, στα Γιάννινα, άσπρον άτι!
Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι
ως την στερνή τόπιαμε στάλα• δράμε
εκεί, που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν.
Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε
όπου τουφέκι και λιβανιστήρι.
Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν!
Στο ναό σου, όλος να μπη ο στρατός σου, κάμε!


Άγγελος Σικελιανός

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου

Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος


Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου


Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον,
ἄφετέ με μετά Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου,
ἀπόστητε, μακρύνατε, ἐάσατέ με μόνον
ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντός με.
Μηδείς τῇ θύρᾳ κρούσειε, μηδείς φωνήν ἀφήσῃ,
μηδείς ἐπισκέψατω με τῶν συγγενῶν ἤ φίλων,
μηδείς μου τήν διάνοιαν ἑλκύσας ἀποσπάσῃ
τῆς θεωρίας τοῦ καλοῦ καί ὡραίου Δεσπότου,
μηδείς μοι βρῶμα δώσειε, μή πόμα μοι κομίσῃ.
Ἀρκέσει γάρ μοι τό θανεῖν ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ μου,
Θεοῦ τοῦ ἐλεήμονος, Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου,
τοῦ κατελθόντος ἐπί γῆς ἁμαρτωλούς καλέσαι
καί σύν αὐτῷ εἰς τήν ζωήν εἰσαγαγεῖν τήν θείαν.
Οὐ θέλω ἔτι κατιδεῖν τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου,
οὐδέ αὐτόν τόν ἥλιον, οὐδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ˙
βλέπω γάρ τόν Δεσπότην μου, βλέπω τόν Βασιλέα,
βλέπω τόν ὄντως ὄντα φῶς καί παντός φωτός κτίστην,
βλέπω πηγήν παντός καλοῦ, βλέπω αἰτίαν πάντων,
βλέπω ἀρχήν τήν ἄναρχον, ἐξ ἧς παρήχθη πάντα,
δι᾿ ἧς ζωοῦνται καί τροφῆς ἅπαντα ἐμπιπλῶνται.
Τούτου γάρ τῷ βουλήματι γίνονται καί ὁρῶνται
Πῶς οὖν αὐτόν καταλιπών ἐξέλθω μου τῆς κέλλης;
Ἄφετέ με, θρηνήσομαι καί κλαύσομαι ἡμέρας
καί νύκτας, ἅς ἀπώλεσα ὁρῶν τό φῶς τοῦ κόσμου,
τό αἰσθητόν καί σκοτεινόν, ὅ ψυχήν οὐ φωτίζει,
οὗ καί τυφλοί τούς ὀφθαλμούς δίχα ἐν κόσμῳ ζῶσι
καί μεταστάντες ἔσονται τῶν νῦν βλεπόντων ἴσοι˙
ἐν ᾧ κἀγώ πλανώμενος ὅλος ἐνευφραινόμην,
ὅλως δέ εἶναι ἕτερον φῶς οὐκ ἐλογιζόμην,
ὅ καί ζωή, ὡς εἴρηται, ὑπάρχει καί αἰτία
τοῦ εἶναι, ὅ τι καί ἐστίν ἤ γνήσεται ὅλως,
καί ἤμην ὥσπερ ἄθεος ἀγνοῶν τόν Θεόν μου.
Νυνί δέ, ὡς ηὐδόκησεν ἄρρήτῳ εὐσπλαγχνίᾳ
ὀφθῆναι τῷ ἀθλίῳ μοι καί ἀποκαλυφθῆναι,
εἶδον καί ἔγνων ἀληθῶς Θεόν τῶν πάντων εἶναι,
Θεόν, ὅν οὐδείς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ εἶδεν ἀνθρώπων.
Ἔξω τοῦ κόσμου γάρ ἐστιν, ἔξω φωτός καί σκότους,
ἔξω ἀέρος καί νοός καί αἰσθήσεως πάσης˙
διό οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν κατιδών ἐγενόμην.
Οἱ οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν ὄντες ἐάσατέ με
μή κέλλαν μόνον κλεῖσαί τε καί ἔνδοθεν καθίσαι,
ἀλλά καί λάκκον ὑπό γῆν ὀρύξαντα κρυβῆναι˙
κἀκεί διάγων ἔσομαι ἔξω παντός τοῦ κόσμου,
καί βλέπων τόν ἀθάνατον Δεσπότην μου καί Κτίστην
πόθῳ θανεῖν αἱρήσομαι, εἰδώς ὡς οὐ θανοῦμαι.
Τί οὖν μοι προσεγένετο ὄφελος ἐκ τοῦ κόσμου,
τί δέ καί νῦν κερδαίνουσιν οἱ ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ;
Ὄντως οὐδέν, ἀλλά γυμνοί ἐνοικήσουσι τάφοις
καί ἀναστήσονται γυμνοί καί κριθήσονται πάντες,
ὅτι ζωήν τήν ἀληθῆ, ὅτι τό φῶς τοῦ κόσμου,
Χριστόν λέγω, ἐάσαντες ἠγάπησαν τό σκότος
καί ἐν αὐτῷ περιπατεῖν ᾑρετίσαντο πάντες,
οἱ μή τό φῶς δεξάμενοι τό λάμψαν ἐν τῷ κόσμῳ,
ὅπερ ὁ κόσμος οὐ χωρεῖ οὐδέ ἰδεῖν ἰσχύει.
Διό ἐγκαταλείψατε καί ἄφετέ με μόνον,
παρακαλῶ, τοῦ κλαύσασθαι καί ἐκζητῆσαι τοῦτον,
πλουσίως τοῦ δοθῆναί μοι καί ἀφθόνως ὀφθῆναι.
Οὐ μόνον καθορᾶται γάρ, οὐ μόνον θεωρεῖται,
ἀλλά καί μεταδίδοται καί κατοικεῖ καί μένει
καί ἔστιν, ὥσπερ θησαυρός ἐν κόλπῳ κεκρυμμένος,
ὅν ὁ βαστάζων ἥδεται καί βλέπων τοῦτον χαίρει,
δοκεῖ καί πάντας καθορᾶν αὐτόν ἐγκεκρυμμένον.
Ἀλλ᾿ οὐχ ὁρᾶται ἅπασιν, οὐ ψηλαφᾶται ὅλως,
οὐ κλέπτης τοῦτον δύνασαι συλῆσαι, οὐ λῃστής τε
ἁρπάσαι, εἰ καί κτείνειε τόν βαστάζοντα τοῦτον˙
ἄν ἀφελέσθαι βουληθῇ, εἰς μάτην κοπιάσει
ἀνερευνῶν μαρσίππιον, ἀνερευνῶν χιτῶνας,
τήν ζώνην λύων ἀσφαλῶς ἀναζητῶν ἐκεῖνον,
κἄν τήν κοιλίαν τέμνειε, κἄν σπλάγχνα ψηλαφήσῃ,
εὑρεῖν ἐκεῖνον ἤ λαβεῖν ὅλως οὐκ ἐξισχύσει.
Ἔστι καί γάρ ἀόρατος, ἀκράτητος χερσί γε
καί ἀψηλάφητος ὁμοῦ, ψηλαφώμενος ὅλως˙
κρατεῖται δ᾿ ὅμως ἐν χερσί καί τότε τῶν ἀξίων,
τῶν δ᾿ ἀναξίων ἄπαγε, κεῖται καί ἐν παλάμῃ,
τό τί, ὤ θαῦμα, τό οὐ τί, ὄνομα γάρ οὐκ ἔχει.
Ἐκπλαγείς οὖν καί κατασχεῖν αὐτό ἐπιθυμήσας,
σφίγξας τήν χεῖρα ἔδοξα κρατῆσαί τε καί ἔχειν,
ἀλλά διέδρα μηδαμῶς κατασχεθέν χειρί μου,
καί λυπηθείς ἀνέῳξα τήν πυγμήν τῆς χειρός μου
καί εἶδον πάλιν ἐν αὐτῇ, ὅπερ πρῴην ἑώρων˙
ὤ θαῦμα ἀνεκλάλητον, ὤ μυστηρίου ξένου!
Τί μάτην ταραττόμεθα, τί πλανώμεθα πάντες,
τί πρός τό φῶς κεχήναμεν, τό ἀναίσθητον τοῦτο,
οἱ ἐν αἰσθήσει νοερῷ τετιμημένοι λόγῳ;
Τί πρός τάς ὕλας βλέπομεν, τάς φθειρομένας ταύτας,
ἄϋλον ἔχοντες ψυχήν καί ἀθάνατον ὅλην;
Τί δέ ταῦτα θαυμάζομεν ὅλως ἀναισθητοῦντες
καί προτιμῶμεν ὡς τυφλοί τό βαρύ τοῦ σιδήρου
καί μάζης τούτου μέγεθος ὑπέρ μικρόν χρυσίον,
ἤ μαργαρίτην τίμιον ὡς ἀτίμητον χρῆμα,
καί οὐ ζητοῦμεν τόν μικρόν τοῦ σινάπεως κόκκον,
ὅ τιμιώτερόν ἐστι πάντων τῶν ὁρωμένων,
μεῖζον τῶν ἀοράτων τε πραγμάτων καί κτισμάτων;
Τί οὐ διδοῦμεν ἅπαντα καί λαμβάνομεν τοῦτον,
τί δέ καί ζῆν βουλόμεθα μή κεκτημένοι τοῦτον;
Κρεῖσσον θανεῖν, πιστεύσατε, πολλάκις, εἰς οἷόν τε,
καί μόνον τοῦτον κτήσασθαι, τόν μικρόν λέγω κόκκον.
Οὐαί γάρ τοῖς μή ἔχουσιν αὐτόν πεφυτευμένον
ἐν κόλπῳ τῆς ψυχῆς αὐτῶν, λιμώξουσι σφοδρῶς γάρ.
Οὐαί τοῖς μή βλαστήσαντα αὐτόν θεασαμένοις,
ὅτι γυμνοί τε στήσονται ὡς δένδρα φύλλων δίχα.
Οὐαί τοῖς μή πιστεύουσι τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου,
ὡς τοῦτον δένδρον γίνεσθαι καί κλάδους ἀποπέμπειν,
καί ἐκζητοῦσιν ἐν σπουδῇ καί νοός τῇ τηρήσει
τήν καθ᾿ ἡμέραν αὔξησιν τοῦ μικροῦ τούτου κόκκου,
ὅτι ζημιωθήσονται τούτου τήν ἐργασίαν,
ὡς δοῦλος ὁ τό τάλαντον κατορύξας ἀφρόνως˙
ὧν εἷς ὑπάρχω δή κἀγώ, ἀμελῶν ἀσυγχύτως˙
ὦ φῶς τό τρισυπόστατον, Πάτερ, Υἱέ καί Πνεῦμα,
ὦ τῆς ἀρχῆς ἡ ἄναρχος ἀρχή καί ἐξουσία,
ὦ φῶς ἀκατονόμαστον ὡς ἀνώνυμον πάντῃ,
ὦ αὖθις πολυώνυμον ὡς ἐνεργοῦν τά πάντα,
ὦ δόξα μία καί ἀρχή, κράτος καί βασιλεία,
ὦ φῶς ὡς ἕν καί θέλημα, γνώμη, βουλή, ἰσχύς τε,
ἐλέησον, οἰκτείρησον ἐμέ τόν τεθλιμμένον!
Πῶς γάρ ἵνα μή θλίβωμαι, πῶς ἵνα μή λυπῶμαι,
τοσαύτης σου χρηστότητος, ἐλέους σου τοσούτου
καταφρονῶν καί ῥᾳθυμῶν, ὁ ἀγνώμων καί τάλας
καί χαύνως πορευόμενος ὁδῷ τῶν ἐντολῶν σου;
Ἀλλά καί νῦν σπλαγχνίσθητι καί νῦν ἐλέησόν με
καί θέρμην τῆς καρδίας μου ἐξάναψον, Χριστέ μου,
ἥν ἔσβεσεν ἡ ἄνεσις σαρκός μου τῆς ἀθλίας,
ὕπνος καί κόρος τῆς γαστρός καί οἴνου πολλοῦ πόσις.
Ταῦτα καί φλόγα ἔσβεσαν εἰς ἅπαν τῆς ψυχῆς μου
καί τήν πηγήν ἐξήραναν, τήν βρύσιν τῶν δακρύων˙
καί γάρ ἡ θέρμη πῦρ γεννᾷ, τό δέ πῦρ αὖθις θέρμην,
καί ἐξ ἀμφοῖν ἀνάπτεται φλόξ, πηγή τῶν δακρύων.
Ἡ φλόξ βλαστάνει νάματα, τά νάματα δέ φλόγα˙
ἐν οἷς ἀδολεσχία με ἀνήγαγε τῶν θείων,
μελέτη σου τῶν ἐντολῶν αὖθις καί προσταγμάτων,
ἡ τήρησις μετάνοιαν ὡς συνεργόν λαβοῦσα,
καί ἔστησαν ἐν μέσῳ με τῶν ὄντων καί μελλόντων,
ὅθεν ἐκ τῶν ὁρωμένων τε γεγονώς αἴφνης ἔξω
εἰς φόβον περιέπεσον βλέπων, ὅθεν ἐρρύσθην.
Τά μέλλοντα μακρόθεν δέ ὄντα πάντως ἑώρων,
κἀκεινά μοι καταλαβεῖν ποθοῦντι πῦρ ἀνήφθη
τοῦ πόθου, καί κατά μικρόν φλόξ ἀρρήτως ὡράθη
- ἐν τῷ νοΐ μου πρότερον, ὕστερα δ᾿ ἐν καρδίᾳ -
καί ἔβλυζε τά δάκρυα ἡ φλόξ τοῦ θείου πόθου
καί ἄφθεγκτον τόν γλυκασμόν σύν αὐτοῖς μοι παρεῖχεν.
Θαρρήσας οὖν ἐν ἐμαυτῷ, ὡς οὐ σβέννυται ὅλως,
καλῶς καί γάρ ἐκκαίεται, εἶπον, καί ῥᾳθυμήσας
ὕπνῳ καί κόρῳ τῆς γαστρός ἐδουλώθην ἀφρόνως,
ὑποχαλάσας οἴνῳ τε πλειόνως ἐχρησάμην˙
οὐ μεθυσθείς, πλήν κορεσθείς, καί εὐθύς ἀπεσβέσθη
τό θαῦμα τοῦτο τό φρικτόν, ὁ ἐγκάρδιος πόθος,
ἡ φλόξ ἡ μέχρις οὐρανοῦ φθάνουσα καί ἐντός μου
ἐκκαιομένη μέν σφοδρῶς, οὐ κατακαίουσα δέ
τήν ἐν τοῖς σπλάγχνοις οὖσάν μου οὐσίαν τήν χορτώδη,
ἀλλ᾿ ὅλην, ὤ τοῦ θαύματος, εἰς φλόγα μετεποίει,
καί χόρτος ψαύων τοῦ πυρός οὐκ ἐκαίετο ὅλως,
μᾶλλον δέ πῦρ ἐν ἑαυτῷ περιλαμβάνον χόρτον
ἡνοῦτο καί ἀνάλωτον αὐτόν ὅλον ἐτήρει.
Ὤ θείου δύναμις πυρός, ὤ ἐνεργείας ξένης!
Ὁ λύων πέτρας καί βουνούς ἀπό μόνου τοῦ φόβου
καί ἀπό τοῦ προσώπου σου, ὤ Χριστέ, ὁ Θεός μου,
πῶς χόρτῳ ἀναμίγνυσαι θείᾳ ὅλως οὐσίᾳ
φωτί ὅλως ἀστέκτῳ τε ὁ ἐνοικῶν Θεός μου;
Πῶς μένων ἀναλλοίωτος, ἀπρόσιτος εἰς ἅπαν
φυλάττεις ἀκατάφλεκτον τοῦ χόρτου τήν οὐσίαν,
καί ἀναλλοίωτον τηρῶν ἀλλοιοῖς ὅλον τοῦτον,
καί μένων χόρτος ἔστι φῶς, οὐχί τό φῶς δέ χόρτος,
ἀλλά τῷ χόρτῳ σύ τό φῶς ἀσυγχύτως ἑνοῦσαι,
καί χόρτος γίνεται ὡς φῶς μεταβληθείς ἀτρέπτως;
Οὐ φέρω σου τά θαύματα τῇ σιωπῇ καλύπτειν,
οὐ δύναμαι τοῦ μή λαλεῖν τήν σήν οἰκονομίαν,
ἥν μετ᾿ ἐμοῦ ἐποίησας, τοῦ ἀσώτου καί πόρνου˙
καί τῆς φιλανθρωπίας σου τόν ἀκένωτον πλοῦτον
μή διηγεῖσθαι ἅπασιν οὐ στέγω, λυτρωτά μου!
Βούλομαι γάρ τόν σύμπαντα κόσμον λαβεῖν ἐκ τούτου
καί μή κενόν τούτου τινά ὅλως καταλειφθῆναι,
πλήν πρῶτον, ὦ παμβασιλεῦ, ἐν ἐμοί πάλιν λάμψον,
ἐνοίκησον καί φώτισον τήν ταπεινήν ψυχήν μου,
δεῖξον θεότητος τῆς σῆς τρανῶς τό πρόσωπόν μοι
καί ἀοράτως ὅλος μοι φάνηθι, ὤ Θεέ μου!
Οὐδ᾿ ὅλως γάρ ὁρᾶσαί μοι, ὅλος δέ φαίνεσαί μοι˙
ἄληπτος ὤν ὅλος ληπτός θέλεις καί γίνεσαί μοι,
ἀχώρητος ὤν τῷ παντί μικρόν οὖν ὄντως γίνῃ,
καί ἐν χερσί μου οἱονεί καί ἐν τοῖς χείλεσί μου
ὥσπερ μαζός φωτοειδής καί γλυκασμός ὁρᾶσαι,
ἀστράπτων καί στρεφόμενος, ὤ μυστηρίου ξένου!
Δός μοι σαυτόν οὕτω καί νῦν, ὅπως ἐμφορηθῶ σου,
ὅπως καταφιλήσω σου καί κατασπάσομαί σου
τήν δόξαν τήν ἀπόρρητον, τό φῶς τοῦ σοῦ προσώπου,
καί ἐμπλησθῶ καί μεταδῶ τότε τοῖς ἄλλοις πᾶσι
καί μεταστάς ἔλθω πρός σέ, ὅλος δεδοξασμένος,
ἐκ τοῦ φωτός σου φῶς κἀγώ γεγονώς παραστῶ σοι
καί τότε τούτων τῶν πολλῶν κακῶν ἀμεριμνήσω,
φόβου ἀπαλλαγήσομαι τοῦ μή πάλιν τραπῆναι.
Ναί, τοῦτο δός μοι, Δέσποτα, ναί, τοῦτο χάρισαί μοι,
ὁ τἆλλα πάντα δωρεάν δούς μοι τῷ ἀναξίῳ.
Τούτου γάρ χρεία μάλιστα, τοῦτο τό πᾶν καί ἔστιν˙
εἰ γάρ καί νῦν ὁρᾶσαί μοι, εἰ γάρ καί νῦν σπλαγχνίζῃ,
εἰ γάρ καί νῦν φωτίζεις με καί μυστικῶς διδάσκεις
καί σκέπεις καί φυλάττεις με τῇ κραταιᾷ χειρί σου
καί συμπαρῇς καί δαίμονας τρέπεις καί ἀφανίζεις
καί πάντα ὑποτάσσεις μοι καί πάντα μοι παρέχεις
καί ἐμπιπλᾷς τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων, ὦ Θεέ μου,
ἀλλά οὐδέν μοι ὄφελος τούτων, εἰ μή μοι δώσεις
ἀνεπαισχύντως παρελθεῖν τοῦ θανάτου τάς πύλας.
Εἰ μή ὁ ἄρχων ἔλθοιε τοῦ σκότους καί τήν δόξαν
ἴδοι συνοῦσάν μοι τήν σήν καί αἰσχυνθῇ εἰς ἅπαν,
ὁ σκοτεινός καταφλεχθείς ἀπροσίτῳ φωτί σου,
καί αἱ δυνάμεις ἅπασαι σύν αὐτῷ ἐναντίαι
τραπήσονται σημείωσιν σφραγῖδος σῆς ἰδοῦσαι,
κἀγώ δέ διελεύσομαι θαρρῶν τῇ χάριτί σου,
ἀτρέμας ὅλος, καί πρός σέ ἐγγίσω καί προσπέσω,
τί μοι τῶν νῦν τό ὄφελος ἐν ἐμοί γινομένων;
Ὄντως οὐδέν, ἀλλά τό πῦρ ἀναψουσί μοι πλέον.
Ὁ γάρ ἐλπίζων ἀγαθῶν καί αἰωνίου δόξης
ἐν μετοχῇ ὑπάρχειν με καί δοῦλόν σου καί φίλον,
εἰ στερηθῶ πάντων ὁμοῦ καί σοῦ αὐτοῦ, Χριστέ μου,
πῶς οὐχί χείρων ἔσται μοι τῶνἀπίστων ἡ θλῖψις,
τῶν μή ἐπεγνωκότων σε, τῶν μή τό φῶς σου λάμψαν
ἰδόντων καί γλυκύτητος τῆς σῆς ἐμφορηθέντων;
Εἰ δέ τυχεῖν μοι γένηται τῶν ἀρραβώνων τούτων
τά τέλη καί τά ἔπαθλα ἀπολήψεσθαι, Σῶτερ,
ἅ ἐπηγγείλω τοῖς εἰς σέ, Χριστέ, πεπιστευκόσι,
τότε κἀγώ μακάριος ἔσομαι καί αἰνέσω
σέ, τόν Πατέρα καί Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα,
Θεόν τόν ἕνα ἀληθῶς εἰς αἰῶνας αἰώνων,
ἀμήν.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Οὐ ῥημάτων εὐπορῶ, ἀρετῶν δὲ ἀπορῶ, οὐ γὰρ στέργω προσευχήν, καὶ νηστείαν ἐκτελεῖν, Θεόνυμφε, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς σὲ κατέφυγον.




Ὅλον μου τὸν βίον, 
ἀληθῶς ἐν κακοῖς ἐδαπάνησα, 
καὶ διὰ τοῦτό σοι κραυγάζω, 
τὸν Υἱόν Σου δυσώπει Ἁγνή, 
ἵνα ὡς τὸν ἄσωτον, 
ἀνακαλέσῃ καὶ σώσῃ με νῦν,
κείμενον τοῖς πταίσμασι.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ


Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον κατὰ σάρκα γεννήσασα, οἶδα μέν, οἶδα, ὅτι οὐκ ἔστιν εὐπρεπές, οὐδὲ ἄξιον ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον εἰκόνα καθαρὰν σοῦ τῆς ἁγνῆς, σοῦ τῆς ἀειπαρθένου, σοῦ τῆς σῶμα καὶ ψυχὴν ἐχούσης καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, ὀφθαλμοῖς μεμολυσμένοις ὁρᾶν καὶ χείλεσιν ἀκαθάρτοις καὶ βεβήλοις περιπτύσσεσθαι, ἢ παρακαλεῖν. Δίκαιον γάρ ἐστιν ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον ὑπὸ τῆς σῆς καθαρότητος μισεῖσθαι καὶ βδελύττεσθαι· πλήν, ἐπειδήπερ διὰ τοῦτο γέγονεν ὁ Θεός, ὃν ἐγέννησας, ἄνθρωπος, ὅπως καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, θαρρῶν κἀγὼ προσέρχομαί σοι μετὰ δακρύων δεόμενος.
 

Δέξαι μου τὴν παροῦσαν τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν πταισμάτων ἐξομολόγησιν, καὶ προσάγαγε τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ Θεῷ, ἱκετηρίαν ποιοῦσα, ὅπως ἵλεως γένηται τῇ ἀθλίᾳ καὶ ταλαιπώρῳ μου ψυχῇ· διὰ γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου κωλύομαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἀτενίσαι καὶ αἰτῆσαι συγχώρησιν. Διὰ τοῦτο σὲ προβάλλομαι πρέσβυν τε καὶ μεσῖτιν, διότι πολλῶν καὶ μεγάλων ἀπολαύσας δωρεῶν παρὰ τοῦ πλαστουργήσαντός με Θεοῦ, ἀμνήμων πάντων φανεὶς ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, εἰκότως παρασυνεβλήθην τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθην αὐτοῖς· πτωχεύων ταῖς ἀρεταῖς, πλουτῶν τοῖς πάθεσιν, αἰσχύνης πεπληρωμένος, παρρησίας θείας ἐστερημένος, κατακρινόμενος ὑπὸ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπὸ Ἀγγέλων, γελώμενος ὑπὸ δαιμόνων, μισούμενος παρὰ ἀνθρώπων, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τοῦ συνειδότος, ὑπὸ τῶν πονηρῶν μου πράξεων καταισχυνόμενος, καὶ πρὸ θανάτου νεκρὸς ὑπάρχων, καὶ πρὸ τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ πρὸ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως αὐτοτιμώρητος ὑπὸ τῆς ἀπογνώσεως τυγχάνων. Διὸ δὴ εἰς τὴν σὴν καὶ μόνην καταφεύγω θερμοτάτην ἀντίληψιν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ τῶν μυρίων ὀφειλέτης ταλάντων ἐγώ, ὁ ἀσώτως δαπανήσας τὴν πατρικὴν οὐσίαν μετὰ πορνῶν, ὁ πορνεύσας ὑπὲρ τὴν πόρνην, ὁ παρανομήσας ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν, ὁ ὑπὲρ τὸν πλούσιον ἄσπλαγχνος γεγονώς, ὁ λαιμαργιῶν δοῦλος, τὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν δοχεῖον, ὁ τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων θησαυροφύλαξ, ὁ πάσης ἀκαθαρσίας ἔμπλεως καὶ πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας ἀλλότριος.

Ἐλέησόν μου τὴν ταπείνωσιν, οἰκτείρησόν μου τὴν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα τὴν παρρησίαν, ὡς οὐδεὶς ἕτερος. Πάντα δύνασαι, ὡς Θεοῦ Μήτηρ. Πάντα ἰσχύεις, ὡς πάντων ὑπερέχουσα κτισμάτων. Οὐδέν σοι ἀδυνατεῖ, ἐὰν θελήσῃς μόνον. Μὴ τὰ δάκρυά μου παρίδῃς· μὴ βδελύξῃ μου τὸν στεναγμόν· μὴ ἀπώσῃ μου τὸν ἐγκάρδιον πόνον· μὴ καταισχύνῃς μου τὴν εἰς σὲ προσδοκίαν· ἀλλὰ ταῖς μητρικαῖς σου δεήσεσι τὴν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου ἀβίαστον βιασαμένη εὐσπλαγχνίαν, ἀξίωσόν με τὸν ταλαίπωρον καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου τὸ πρῶτον καὶ ἀρχαῖον ἐπαναλαβεῖν κάλλος τῆς ψυχῆς, τὴν τῶν παθῶν ἀμορφίαν ἀποβαλεῖν, ἐλευθερωθῆναι ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθῆναι τῇ δικαιοσύνῃ, ἐκδύσασθαι τὸν μιασμὸν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, ἐνδύσασθαι τὸν ἁγιασμὸν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ, ζῆσαι τῇ ἀρετῇ· ὁδοιποροῦντί μοι συνοδεύουσα, ἐν θαλάσσῃ πλέοντι συμπλέουσα, ἀεὶ πολεμοῦντάς με δαίμονας νικῶσα, ἀγρυπνοῦντά με ἐνισχύουσα, ὑπνοῦντα διαφυλάττουσα, θλιβόμενον παραμυθουμένη, ὀλιγοψυχοῦντα παρακαλοῦσα, ἀσθενοῦντα ῥωννύουσα, ἀδικούμενον ῥυομένη, συκοφαντούμενον ἀθωοῦσα, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα συντόμως προφθάνουσα, φοβερόν με ὁρατοῖς ἐχθροῖς καὶ ἀοράτοις δεικνύουσα καθ᾿ ἑκάστην, ἵνα γνώσωσι πάντες οἱ ἀδίκως τυραννοῦντές με δαίμονες τίνος δοῦλος ὑπάρχω.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσόν μου τῆς οἰκτροτάτης ταύτης δεήσεως, καὶ μὴ καταισχύνῃς με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸν βρασμὸν τῆς σαρκός μου κατάσβεσον· τὸν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἐγειρόμενον ἀγριώτατον κλύδωνα τοῦ ἀκαίρου θυμοῦ καταπράϋνον· τὸν τῦφον καὶ τὴν ἀλαζονείαν τῆς ματαίας νεότητος ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον· τὰς νυκτερινὰς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὰς καθημερινὰς τῶν ἀκαθάρτων ἐννοιῶν προσβολὰς ἐκ τῆς καρδίας μου μείωσον· παίδευσόν μου τὴν γλῶτταν λαλεῖν τὰ συμφέροντα· δίδαξον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ βλέπειν ὀρθῶς τῆς ἀρετῆς τὴν εὐθύτητα· τοὺς πόδας μου τρέχειν ἀσκελίστως ποίησον τὴν μακαρίαν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· τὰς χεῖράς μου ἁγιασθῆναι παρασκεύασον, ἵνα ἀξίως αἴρωνται πρὸς τὸν Ὕψιστον· κάθαρόν μου τὸ στόμα, ἵνα μετὰ παρρησίας ἐπικαλέσωμαι Πατέρα τὸν φοβερὸν Θεὸν καὶ πανάγιον. Ἄνοιξόν μου τὰ ὦτα, ἵνα ἀκούσω αἰσθητῶς καὶ νοερῶς τὰ γλυκύτερα μέλιτος καὶ κηρίου τῶν ἁγίων Γραφῶν λόγια· δεχόμενος ποιῶ αὐτὰ ὑπὸ σοῦ κραταιούμενος.

Δός μοι καιρὸν μετανοίας καὶ λογισμὸν ἐπιστροφῆς. Αἰφνιδίου με ἐλευθέρωσον θανάτου. Κατακεκριμένου με συνειδότος ἀπάλλαξον. Τέλος παράστηθί μοι ἐν τῷ χωρισμῷ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς ἐκ τοῦ ἀθλίου τούτου σώματος, τὴν ἀφόρητον ἐκείνην ἐλαφρύνουσα βίαν, τὸν ἀνέκφραστον ἐκεῖνον ἐπικουφίζουσα πόνον, τὴν ἀπαραμύθητον ἐκείνην παραμυθουμένη στενοχωρίαν, τῆς σκοτεινῆς με τῶν δαιμόνων λυτρουμένη μορφῆς, τοῦ πικροτάτου λογοθεσίου τῶν τελωνῶν τοῦ ἀέρος καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους ἐξαίρουσα, τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν διαρρήσουσα, τῷ Θεῷ με οἰκειοῦσα, τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ μακαρίας στάσεως, τῆς ἐν τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ, καταξιοῦσα, τῶν αἰωνίων καὶ ἀνυποίστων ῥυομένη κολάσεων, τῶν ἀοιδίμων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν ποιοῦσα κληρονόμον.

Ταύτην σοι προσφέρω τὴν ἐξομολόγησιν, Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία ἐμῆς ψυχῆς, ἡ μετὰ Θεόν μου ἐλπὶς καὶ προστασία· ἣν εὐμενῶς πρόσδεξαι, καὶ καθάρισόν με ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀξιοῦσά με ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι ἀκατακρίτως μετέχειν τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ἐν τῷ μέλλοντι δὲ τῆς γλυκύτητος τοῦ οὐρανίου δείπνου, τῆς τρυφῆς τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Καὶ τούτων τυχὼν τῶν ἀγαθῶν ὁ ἀνάξιος, δοξάσω εἰς αἰῶνα αἰῶνος τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, τοῦ δεχομένου πάντας τοὺς ἐξ ὅλης μετανοοῦντας ψυχῆς, διὰ τὸ σὲ γενομένην πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν μεσῖτιν καὶ ἐγγυήτριαν, καὶ διὰ σοῦ, πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, περισῴζεται πᾶσα βροτεῖα φύσις, αἰνοῦσα καὶ εὐλογοῦσα Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν παναγίαν Τριάδα καὶ ὁμοούσιον, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ησ. 6

Καί ἐγένετο τοῦ ἐνιαυτοῦ, οὗ ἀπέθανεν ᾿Οζίας ὁ βασιλεύς, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ. 2 καὶ Σεραφὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ καὶ ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καὶ ταῖς μὲν δυσὶ κατεκάλυπτον τὸ πρόσωπον, ταῖς δὲ δυσὶ κατεκάλυπτον τοὺς πόδας καὶ ταῖς δυσὶν ἐπέταντο. 3 καὶ ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον καὶ ἔλεγον· ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ. 4 καὶ ἐπήρθη τὸ ὑπέρθυρον ἀπὸ τῆς φωνῆς, ἧς ἐκέκραγον, καὶ ὁ οἶκος ἐπλήσθη καπνοῦ. 5 καὶ εἶπον· ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου. 6 καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφίμ, καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου, 7 καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ. 8 καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου λέγοντος· τίνα ἀποστείλω, καὶ τίς πορεύσεται πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ εἶπα· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι· ἀπόστειλόν με. 9 καὶ εἶπε· πορεύθητι καὶ εἰπὸν τῷ λαῷ τούτῳ· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· 10 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. 11 καὶ εἶπα· ἕως πότε Κύριε; καὶ εἶπεν· ἕως ἂν ἐρημωθῶσι πόλεις παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι καὶ οἶκοι παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους, καὶ ἡ γῆ καταλειφθήσεται ἔρημος. 12 καὶ μετὰ ταῦτα μακρυνεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πληθυνθήσονται οἱ ἐγκαταλειφθέντες ἐπὶ τῆς γῆς· 13 καὶ ἔτι ἐπ᾿ αὐτῆς ἔστι τὸ ἐπιδέκατον, καὶ πάλιν ἔσται εἰς προνομὴν ὡς τερέβινθος καὶ ὡς βάλανος, ὅταν ἐκπέσῃ ἐκ τῆς θήκης αὐτῆς.

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Απλώνετ' η στοργή σου στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη, παρηγορεί τον πόνο σφογγίζωντας το δάκρυ

Χαίρε, Παρθένα, χαίρε, των ουρανών κυρία,
καύχημα των αγγέλων, του κόσμου σωτηρία,
σταθμός των κουρασμένων, των ναυαγών λιμάνι,
τη λατρευτή σου δόξα ανθρώπου νούς δεν φθάνει.
Χαίρε, Παρθένα, χαίρε !


Των ορφανών μητέρα, χαρά των λυπημένων
συ φως των νυκτοπλάνων, πατρίδα σύ των ξένων,
απλώνετ' η στοργή σου στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη,
παρηγορεί τον πόνο σφογγίζωντας το δάκρυ.
Χαίρε, Παρθένα, χαίρε !


Σύ που' φερες στον κόσμο τον κτίστη όλου του κόσμου,
συ δος μου την ελπίδα, σύ καί το θάρρος δός μου,
δυνάμωσε το νου μου, σύ φώτισέ τον μόνη,
στο πέλαγος του βίου σύ κράτα το τιμόνι.
Χαίρε, Παρθένα, χαίρε !



Σύ που' φερες στον κόσμο το φώς και τήν αλήθεια,
των δούλων αδελφών μας αλάφρωσε τα στήθια,
δόσε τους τήν ελπίδα, και παρηγόρησέ τους,
στου πόθου των το τέρμα σύ μόνη οδήγησέ τους.
Χαίρε, Παρθένα, χαίρε !


Χαίρε, Παρθένα, χαίρε ! Σύ γίνου μόνη ασπίδα
στην ταλαιπωρημένη κι αγαπητή πατρίδα,
εσύ προφύλαξέ την απ' των εχθρών τα τόξα
και δείξε της το δρόμο που φέρνει προς την δόξα.
Χαίρε, Παρθένα, χαίρε !


Ιω. Πολέμης

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Ω, Παναγιά μου Δέσποινα...






Ω, Παναγιά μου Δέσποινα,
δέξου τα δάκρυά μου
τους στεναγμούς μου άκουσε
δές την μετάνοιά μου.

Εμπρός Σου, Παναγία μου, 
στέκω γονατισμένος
την κεφαλή έχω σκυφτή
είμαι συντετριμμένος.

Ποιός άλλος ημπορεί να δει
στα βάθη της καρδιάς μου;
τις φλόγες τις ακοίμητες
να σβήσει τις φωτιάς μου;

Ποιός βλέπει την απόγνωση
και την απελπισία;
πού να ζητήσω έλεος;
πού να βρω προστασία;

Με το χρυσό το χέρι Σου
βγάλε με απ'το χάος
δος μου γαλήνη, Δέσποινα,
ας παύσει αυτός ο σάλος.

Στη σκοτεινιά μου δώσε φως,
Βασίλισσα Μαρία,
συ δώσε μου παρηγοριά,
γλυκιά μου Παναγία.

Ποίημα της μακαριστής μητρός Καικιλίας μοναχής

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Τι ούν λοιπόν, πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα· ή το χάρισμα, πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός;

Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώ­τον δέξεται η ψυχή εν τω κρύπτω μέγεθος υ­πέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάρι­τος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτον ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν εισελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον παράκλητον. Οι γαρ κοινωνούντες τοις αγαθοίς, αρμόζει αυτοίς υπομείναι τους πειρασμούς αυτών, ότι μετά τον αγαθόν η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χά­ρις προ του πειρασμού, άλλ' όμως πάντων προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ε­λευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ουν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει

Οσ.Ισαάκ του Σύρου

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Πρὸς τοὺς καλέσαντας, καὶ μὴ ἀπαντήσαντας

Πῶς βραδεῖς ἐπὶ τὸν ἡμέτερον λόγον, ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοὶ, καίτοι γε ταχεῖς εἰς τὸ τυραννῆσαι, καὶ τῆς ἡμετέρας ἀκροπόλεως ἀποσπᾶσαι τῆς ἐρημίας, ἣν ἐγὼ πάντων μάλιστα ἠσπασάμην, καὶ ὡς συνεργὸν καὶ μητέρα τῆς θείας ἀναβάσεως, καὶ θεοποιὸν, διαφερόντως ἠγάσθην τε καὶ παντὸς τοῦ βίου προεστησάμην; Πῶς ὃ λαβεῖν ἐποθεῖτε περιφρονεῖτε λαβόντες, καὶ βελτίους ἐφάνητε ποθεῖν ἀπόντας, ἢ ἀπολαύειν παρόντων, ὥσπερ κρατῆσαι μᾶλλον τῆς ἡμετέρας φιλοσοφίας ἢ ὄνασθαι ταύτης θελήσαντες; Ἢ καλόν μοι καὶ τοῦτο εἰπεῖν· ἐγενήθημεν ὑμῖν εἰς πλησμονὴν, πρὶν γευσθῆναι, καὶ πεῖραν δοῦναι· τὸ παραδοξότατον.
 Καὶ οὐδὲ ὡς ξένους ἡμᾶς συνηγάγητε, ἢ συνήχθητε μεθ᾿ ἡμῶν, ἵν᾿ εἴπω τι συμπαθέστερον, ταύτην, εἰ μή τι ἄλλο, τὴν ἐντολὴν αἰδεσθέντες· οὐδὲ ὡς ἀρχομένους ἐχειραγωγήσατε, οὐδὲ ὡς δειλοὺς ἐθαρσύνατε, οὐδὲ ὡς βιασθέντας παρεκαλέσατε· ἀλλ᾿ ἀνέορτον ἡμῖν, ὀκνῶ μὲν εἰπεῖν, εἰρήσθω δὲ ὅμως, πεποιήκατε τὴν ἑορτὴν, καὶ προοιμίοις οὐκ ἀγαθοῖς ἡμᾶς ἐδεξιώσασθε· καὶ τῇ πανηγύρει κατήφειαν κατεμίξατε, τὸ μέγιστον εἰς ἡδονὴν οὐκ ἐχούσῃ τοὺς ἐμοὺς νικητὰς ὑμᾶς, οὐ γὰρ ἐραστὰς εἰπεῖν ἀληθές. Οὕτως εὐκαταφρόνητον ἅπαν τὸ ῥᾳδίως νικώμενον· καὶ θεραπεύεται μὲν τὸ ὑψηλὸν, ἀτιμάζεται δὲ τὸ Θεῷ ταπεινούμενον.
Τί βούλεσθε; Κριθῶ πρὸς ὑμᾶς, ἢ κριτὴς γένωμαι; ἐνέγκω ψῆφον, ἢ δέξωμαι; Καὶ γὰρ νικήσειν ἐλπίζω, κρινόμενος, καὶ καταψηφιεῖσθαι δικαίως ἀποφαινόμενος. Τὸ δὲ ἔγκλημα, ὅτι μὴ τοῖς ἴσοις μέτροις ἀμείβεσθε τῆς ἀγάπης ἡμᾶς, μηδὲ τῆς εὐπειθείας τὴν τιμὴν ἀντιδίδοτε, μηδὲ τὸ μέλλον ἐγγυᾶσθε τῇ νῦν προθυμίᾳ, μόγις καὶ μετὰ ταύτης πιστευθῆναι δυνάμενον· ἐπειδὴ θερμότερος ἅπας ἀρχόμενος. Ἄλλος δὲ ἄλλο τι προτιμότερον τίθεσθε καὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ τοῦ νέου ποιμένος, μήτε τὴν πολιὰν αἰδούμενοι, μήτε τὴν νεότητα προσκαλούμενοι.
 Δεῖπνόν ἐστιν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις λαμπρὸν, καὶ δεξιὸς ἑστιάτωρ, καὶ φίλοι, καὶ τὸ συμπόσιον ἥδιστον· υἱοῦ γὰρ γάμος. Καὶ ὁ μὲν συγκαλεῖ, οἱ δὲ οὐ συνέρχονται· ὁ δὲ ἀγανακτεῖ· καὶ παρίημι τὰ ἐν μέσῳ διὰ τὸ δύσφημον· ἀλλ᾿ ὃ μέτριον εἰπεῖν, δι᾿ ἄλλων πληροῖ τὸ συμπόσιον.
Τοῦτο μὲν οὖν ἀπευχόμεθα· ὑμεῖς δὲ τοσοῦτον ἐκείνων γεγόνατέ μοι (πῶς εἴπω πράως;) ὑψηλότεροι ἢ θρασύτεροι, ὅσον οἱ μὲν κεκλημένοι τοῦ δείπνου κατεξανίστανται, καὶ κατὰ τοῦ κεκληκότος ὑβρίζουσιν· ὑμεῖς δὲ, οὐ τῶν ἔξωθεν ὄντες, οὐδὲ τῶν κεκλημένων ἐπὶ τοὺς γάμους, ἀλλ᾿ αὐτοὶ συγκαλέσαντες ἡμᾶς, καὶ τῇ ἱερᾷ ταύτῃ τραπέζῃ προσδήσαντες, καὶ τοῦ νυμφῶνος τὴν λαμπρότητα παραδείξαντες, ἔπειτα καταλιπόντες ἡμᾶς τοῦτο γὰρ ὑμῶν τὸ γενναιότατον· ὁ μὲν ἐπὶ τὸν ἴδιον ἀγρὸν, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν τὸ νεώνητον, ὁ δὲ ἐπὶ τὴν γυναῖκα τὴν νεόνυμφον, ὁ δὲ ἄλλος ἐπ᾿ ἄλλο τι τῶν μικρῶν διεσπάρητε καὶ ἀπεπηδήσατε, μικρὰ τοῦ νυμφῶνος καὶ τοῦ νυμφίου φροντίσαντες.
Διὰ τοῦτο ἀθυμίας ἐνεπλήσθην καὶ ἀπορίας· οὐ γὰρ ὃ πέπονθα, σιωπήσομαι· καὶ μικροῦ μὲν ἀνέσχον τὸν λόγον, ὃν δωροφορῆσαι διενοούμην τῷ γάμῳ, τὸ κάλλιστον ὧν εἶχον καὶ τιμιώτατον· μικροῦ δὲ ὑμῖν ἐπαφῆκα τοῖς ποθουμένοις, ἐπειδή γε ἅπαξ ἐξεβιάσθην· ἅτε δὴ λαμπρᾶς οὕτω λαβόμενος ὑποθέσεως, καὶ τοῦ φίλτρου τὴν γλῶςσαν θήγοντος, ὃ δὴ θερμότατον εἰς κατηγορίαν καὶ εὐπορώτατον, ὅταν γένηται ζῆλος, λύπην ἐκ τῆς ὑπεροψίας προσλαβὼν ἀπροσδόκητον. Εἴ τις ὑμῶν οἴστρῳ πληγεὶς ὑπερώφθη, γνωρίζει τὸ πάθος, καὶ συγγνώσεται τοῦτο παθοῦσι, καὶ ταύτης ἐγγὺς γενομένοις τῆς ἀπονοίας. 

Ἀλλ᾿ ἐμοὶ μὲν οὔτε νῦν θεμιτόν ἐστιν ὑμῶν τι καθάψασθαι, μήτ᾿ ἄλλοτε γένοιτο. Καὶ ταῦτα ἴσως ὑπὲρ τὸ μέτριον καθηψάμην, τῆς ἱερᾶς ποίμνης, τῶν ἐπαινετῶν Χριστοῦ θρεμμάτων, τῆς θείας κληρονομίας, δι᾿ ἣν πλούσιος σύ, κἂν ᾖς πένης.
Κἀκεῖνά σοι πρέπειν ἡγοῦμαι τὰ ῥήματα· Σχοινία ἐπέπεσέ σοι ἐν τοῖς κρατίστοις· καὶ γὰρ ἡ κληρονομία σου κρατίστη σοί ἐστι· καὶ οὐ παρήσω ταῖς ἀριθμουμέναις τῶν πόλεων, οὐδὲ τῶν ποιμνίων τοῖς πλατυτάτοις ἔχειν τι πλέον ἡμῶν τῶν ὀλίγων τῆς ἐλαχίστης φυλῆς ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ, τῶν ὀλιγοστῶν ἐν χιλιάσιν Ἰούδα, τῆς μικρᾶς Βηθλεὲμ ἐν πόλεσιν, ἐν ᾗ Χριστὸς γεννᾶται, νῦν τε καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς καλῶς καὶ γινωσκόμενος καὶ σεβόμενος· παρ᾿ οἷς Πατὴρ ὑψοῦται, καὶ Υἱὸς ἰσάζεται, καὶ Πνεῦμα ἅγιον συνδοξάζεται· συμψύχοις, τὸ ἑν φρονοῦσι, μηδὲν τῆς Τριάδος ζημιουμένοις, ἢ ὑπερτιθεῖσιν, ἣ ἀποτέμνουσιν· ὡς οἱ κακοὶ διαιτηταὶ καὶ μετρηταὶ τῆς θεότητος, δι᾿ ὧν ἕν τι πλέον, ἢ καλῶς ἔχει, σεμνύνουσι, τὸ πᾶν ἐλαττοῦντες καὶ καθυβρίζοντες.
Ὑμεῖς δὲ, εἴ τι χαρίζεσθέ μοι, τὸ ἐμὸν γεώργιον, ἢ ἄμπελος ἡ ἐμὴ, τὰ ἐμὰ σπλάγχνα, μᾶλλον δὲ τοῦ κοινοῦ Πατρὸς ἡμῶν, οὓς οὗτος ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγέννησεν, αἰδεῖσθε μὲν καὶ ἡμᾶς· δίκαιον γὰρ, οἳ πάντων ὑμᾶς προετιμήσαμεν· ὑμεῖς μάρτυρες, καὶ οἳ ταύτην ἡμῖν ἐγχειρίσαντες τὴν εἴτε ἡγεμονίαν, εἴτε διακονίαν· καὶ εἰ τῷ πλεῖον ἀγαπήσαντι πλέον ὀφείλεται, πῶς μετρήσω τὴν ἀγάπην, ἧς ὑποχρέους ὑμᾶς διὰ τῆς ἐμῆς ἔλαβον; αἰδεῖσθε δὲ πλέον ὑμᾶς αὐτοὺς, καὶ τὴν πιστευθεῖσαν εἰκόνα, καὶ τὸν πιστεύσαντα, καὶ τὰ Χριστοῦ πάθη, καὶ τὰς ἐκεῖθεν ἐλπίδας, πίστιν μὲν ἔχοντες ἣν παρειλήφατε, καὶ ᾗ συνετράφητε, μεθ᾿ ἧς καὶ σώζεσθε, καὶ σώζειν ἄλλους πιστεύεσθε· οὐ γὰρ πολλῶν, εὖ ἴστε, τὸ ὑμέτερον καύχημα.
Τὸ δὲ εὐσεβὲς μὴ ἐν τῷ πολλάκις περὶ Θεοῦ λαλεῖν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ τὰ πλείω σιγᾷν εἶναι τιθέμενοι· γλῶσσα γὰρ ὄλισθος ἀνθρώποις μὴ λόγῳ κυβερνωμένη· καὶ ἀκινδυνοτέραν ἀκοὴν ἀεὶ λόγου νομίζοντες, ὥστε τι μανθάνειν ἥδιον, ἢ διδάσκειν περὶ Θεοῦ· τὴν μὲν ἀκριβεστέραν τούτων ἐξέτασιν τοῖς οἰκονόμοις τοῦ λόγου παραχωροῦντες· αὐτοὶ δὲ λόγῳ μὲν εὐσεβοῦντες ὀλίγα, ἔργῳ δὲ πλείονα, καὶ τῇ τηρήσει τῶν νόμων μᾶλλον ἢ τῷ θαυμάζειν τὸν νομοθέτην τὸ περὶ αὐτὸν φίλτρον ἐπιδεικνύμενοι, φεύγοντες κακίαν, διώκοντες ἀρετὴν, πνεύματι ζῶντες, πνεύματι στοιχοῦντες, τούτῳ τὴν γνῶσιν ἕλκοντες, ἐποικοδομοῦντες τῷ θεμελίῳ τῆς πίστεως, μὴ ξύλον, μηδὲ χόρτον, μηδὲ καλάμην, ὕλην ἀσθενῆ καὶ ῥᾳδίως δαπανωμένην, ἡνίκα ἂν πυρὶ κρίνηται τὰ ἡμέτερα, ἢ καθαίρηται· ἀλλὰ χρυσὸν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, τὰ μένοντα καὶ ἱστάμενα.
Ταῦτα πράσσοιτε, καὶ τούτοις ἡμᾶς δοξάζοιτε εἴτε παρόντες εἴτε ἀπόντες, εἴτε μεταποιούμενοι τῶν ἡμετέρων λόγων, εἴτε ἄλλο τι προτιμότερον ἄγοντες· καὶ γίνοισθε τέκνα Θεοῦ καθαρὰ καὶ ἀμώμητα, ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης· καὶ μὴ περιπλέκοιτο ὑμῖν τὰ τῶν κύκλῳ περιπατούντων ἀσεβῶν σχοινία, μηδὲ σειραῖς τῶν οἰκείων ἁμαρτιῶν περισφίγγοισθε, μηδὲ ταῖς βιωτικαῖς μερίμναις συμπνίγοιτο ὑμῖν ὁ λόγος, καὶ ἄκαρποι γίνοισθε· ἀλλ᾿ ὁδῷ πορεύοισθε βασιλικῇ, μὴ ἐκκλίνοντες εἰς δεξιὰ, μηδὲ εἰς ἀριστερὰ, καὶ διὰ τῆς στενῆς ὡς πλατείας ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ὁδηγούμενοι· καὶ τὸ ἡμέτερον εὖ ἕξει νῦν τε καὶ εἰς τὴν ἐκεῖθεν ἐξέτασιν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 

Αγ.Γρηγορίου του Θεολόγου

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Αγ.Σιλουανού του Αθωνίτου



..Έτσι δόθηκε στον Θεό η Υπεραγία Παρθένος: «Ιδού η δούλη Κυρίου΄ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Αν λέμε κι εμείς το ίδιο: «Ιδού ο δούλος Κυρίου΄ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» , τότε τα Ευαγγελικά λόγια του Κυρίου , που εγράφτηκαν με το Άγιο Πνεύμα, θα ζούσαν μέσα στις ψυχές μας, η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ’ όλο τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία. Αλλά παρόλο που τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ’ όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι όμως δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός θα δοξασθεί και στον ουρανό και στη γη. Όποιος παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού, απασχολείται μόνο με τον Θεό. Η χάρη του Θεού τον βοηθά να παραμένει στην αδιάλειπτη προσευχή. Κι όταν ακόμα εργάζεται ή μιλάει, η ψυχή του είναι απορροφημένη από τον Θεό και γι’ αυτό ο Κύριος την πήρε υπό την προστασία Του..

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013


Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Η ορθόδοξη παράδοση καλεί όλο το λαό του Θεού,κληρικούς,μοναχούς και λαϊκούς στο άθλημα της ασιγήτου προσευχής και της αενάου λατρείας του Θεού.

Η κοινή προσευχή των δημοτελών συνάξεων της Εκκλησίας συντρίβει τον πειρασμό του ατομοκεντρισμού και ανάγει στην ελευθερία και την αφοβία της ενοποιού ευχαριστιακής κοινωνίας.Η νυχθήμερος λατρεία ως δημόσια συγκροτημένη προσευχή της Εκκλησίας εκτείνεται τοπικά στην οικουμένη και χρονικά στους αιώνες ζωής του Χριστιανισμού.Στο πλαίσιο της γνήσιας λειτουργικής παραδόσεως την συνέχει κοινώς αποδεκτή τελεστική τάξη, η οποία ναι μεν δεν την αντιθέτει,την διαφοροποιεί όμως από την ιδιωτικώς και ελευθέρως, ως προς κανόνες και ρυθμίσεις, ασκούμενη νοερά, αδειάλλειπτη προσευχή των νηπτικών αγωνισμάτων,της οποίας οι προϋποθέσεις είναι άλλου μεγέθους και άλλης ποιότητος.Όμως κοινή ακολουθία και αδειάλλειπτη νηπτική εργασία σε καμία περίπτωση δεν αλληλοαναιρούνται,αλλά μάλλον αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοκαθαίρωνται,τρέφουσες η μία την άλλη.

π.Ν.Σκρέττα

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

∆ιὰ τοῦτο συνεχῶς τὸν περὶ μετανοίας κινῶ λόγον .

Τίς γὰρ τοιοῦτος λιμὴν , οἷος ἡ Ἐκκλησία; 
τίς τοιοῦτος παράδεισος , ὡς ἡ σύνοδος ἡ ὑμετέρα;
Οὐκ ἔστιν ἐνταῦθα ὄφις ἐπιβουλεύων , ἀλλ ' ὁ Χριστὸς μυσταγωγῶν·
οὐκ ἔστιν Εὖα ὑποσκελίζουσα , ἀλλ ' ἡ Ἐκκλησία ὀρθοῦσα·
οὐκ ἔστιν ἐνταῦθα φύλλα δένδρων , ἀλλ ' ὁ καρπὸς τοῦ πνεύματος· 
οὐκ ἔστιν ἐνταῦθα φραγμὸς ἀκανθῶν , ἀλλ ' ἄμπελος εὐθηνοῦσα .
Ἐὰν δὲ ἄκανθαν εὕρω , εἰς ἐλαίαν μεταφέρω· οὐ γὰρ ἀπορίᾳ φύσεως τὰ ἐνταῦθα , ἀλλ ' ἐλευθερίᾳ προαιρέσεως τετίμηται· 
ἐὰν δὲ λύκον εὕρω , πρόβατον ποιῶ , οὐ τὴν φύσιν μεταβάλλων , ἀλλὰ τὴν προαίρεσιν μεταφέρων . ∆ιὰ τοῦτο οὐκ ἄν ἁμάρτοι τις τῆς κιβωτοῦ τήν Ἐκκλησίαν μείζονα προσειπών. Ἡ μέν γάρ κιβωτός παρελάμ­βανε τά ζῶα καί ἐφύλαττε ζῶα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῶα καί μεταβάλλει. Οἶόν τι λέγω. Εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ· εἰσῆλθε λύκος καί ἐξῆλθε λύκος· εἰσῆλθε ἱέραξ ἐνταῦθα καί ἐξέρχε­ται περιστερά· εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον· εἰσέρχεται ὄφις καί ἐξέρχεται ἀρνίον, οὐ τῆς φύσεως μεταβαλλομένης, ἀλλά τῆς κακίας ἐλαυνομένης.

Αγ.Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Αγ. Σισώη - ελπίδα στο έλεος του Θεού



Τρεῖς γέροντες παρέβαλον τῷ ἀββᾷ Σισόῃ, ἀκούσαντες τὰ περὶ αὐτοῦ. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ πρῶτος· 
Πάτερ, πῶς δύναμαι σωθῆναι ἀπὸ τοῦ πυρίνου ποταμοῦ; Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ. Λέγει αὐτῷ ὁ δεύτερος· Πάτερ, πῶς δύναμαι σωθῆναι ἀπὸ τοῦ βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων, καὶ ἐκ τοῦ σκώληκος τοῦ ἀκοιμήτου; Λέγει αὐτῷ ὁ τρίτος· Πάτερ, τί ποιήσω, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ ἐξωτέρου σκότους φονεύει με; 
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ γέρων εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ οὐδενὸς τούτων μέμνημαι· φιλεύσπλαγχνος γὰρ ὢν ὁ Θεὸς, ἐλπίζω ὅτι ποιεῖ μετ' ἐμοῦ ἔλεος. 
Ἀκούσαντες δὲ τὸν λόγον τοῦτον οἱ γέροντες ἀπῆλθον λυπούμενοι. Μὴ θέλων δὲ ὁ γέρων ἐᾶσαι αὐτοὺς λυπουμένους ἀπελθεῖν, ὑποστρέψας αὐτοῖς εἶπε· Μακάριοί ἐστε, ἀδελφοί· ἐζήλωσα γὰρ ὑμᾶς. Ὁ πρῶτος γὰρ ὑμῶν εἶπε περὶ τοῦ πυρίνου ποταμοῦ, καὶ ὁ δεύτερος περὶ τοῦ Ταρτάρου, καὶ ὁ τρίτος περὶ τοῦ σκότους. Εἰ οὖν τοιαύτης μνήμης κυριεύει ὁ νοῦς ὑμῶν, ἀδύνατον ὑμᾶς ἁμαρτῆσαι. Τί δὲ ποιήσω ἐγὼ ὁ σκληροκάρδιος, μὴ συγχωρούμενος εἰδέναι ὅτι κἄν ἐστι κόλασις τοῖς ἀνθρώποις· καὶ ἐκ τούτου, ἐν πάσῃ ὥρᾳ ἁμαρτάνω; 
Καὶ μετανοήσαντες αὐτῷ εἶπον· Καθάπερ ἠκούσαμεν, οὕτως καὶ εἴδομεν.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΥΒΡΙΖΟΜΕΝΗ ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΑ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ



Έτσι,γιατί,10 χρόνια από τότε ακόμα γουστάρουμε φλογερούς ποιμένες...με ψυχή...

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Περί προσευχής


Η προσευχή είναι επικοινωνία του νού με το Θεό. Σε ποια κατάσταση, αλήθεια, πρέπει να βρίσκεται ο νούς για να μπορέσει να απλωθεί και εκταθεί αμετάστροφα ως τον Δεσπότη του και να τον συναναστρέφεται συνομιλώντας μαζί του χωρίς την παρεμβολή κανενός ενδιαμέσου;
Αν, όταν προσπάθησε ο Μωϋσής να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδίστηκε, ώσπου να λύσει το υπόδημα των ποδιών του (Εξόδ. γ΄ 5), πώς εσύ, που θέλεις να ιδείς τον πέρα από κάθε αίσθηση και έννοια και να γίνεις φίλος του, δεν θα πρέπει να λύσεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε νόημα μολυσμένο από πάθος;

Στάσου επίμονα και προσευχήσου έντονα και σιχάσου τις συνομιλίες των φροντίδων και των λογισμών. Γιατί σε ταράζουν και σε συγχύζουν για να σε κάνουν άτονο.
Όταν σε ιδούν οι δαίμονες πρόθυμο να προσευχηθείς αληθινά, τότε βάζουν με τέχνη μέσα σου σκέψεις μερικών πραγμάτων τάχατες αναγκαίων και ύστερ’από λίγο σε κάνουν να τα ξεχάσεις κινώντας έτσι το νού σε αναζήτησή τους. Κι ο νούς μη βρίσκοντάς τα πέφτει σε κατάσταση αθυμίας και λύπης. Όταν όμως σταθεί σε προσευχή, του θυμίζουν αυτά, που αναζητούσε και είχε στη μνήμη του, με το σκοπό να κινηθεί ο νούς για απόχτηση της γνώσης τους και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
Αγωνίσου να κρατάς το νού σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

Όσα κάνεις για να αμυνθείς εναντίον του αδελφού σου, που σε έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν σκάνδαλο την ώρα της προσευχής.
Η προσευχή είναι βλάστημα πραότητας και αοργησίας.
Η προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.
Η προσευχή είναι προφύλαγμα από λύπη και αθυμία (κακοκεφιά).

Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, να μην πικραίνεις καμιά ψυχή. Αλλιώς άδικα τρέχεις. 
Όσοι σωριάζουν λύπες και μνησικακίες μέσα τους, μοιάζουν μ’αυτούς, που βγάνουν νερό από το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.
Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι με χαρά.

Κοίτα μήπως νομίζοντας ότι γιατρεύεις τον άλλο, αποδειχτείς εσύ ο ίδιος αγιάτρευτος και βάζεις εμπόδια στην προσευχή σου.

Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα δικά σου θελήματα, γιατί χωρίς άλλο δε συμφωνούν με του Θεού το θέλημα. Να προσεύχεσαι μάλλον καθώς διδάχτηκες λέγοντας «γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί» (πρβλ. Λουκ.κβ΄42). Και για κάθε πράγμα με τον ίδιο τρόπο να ζητάς να γίνεται το δικό του θέλημα. Γιατί θέλει ο Θεός το αγαθό κι αυτό, που συμφέρει στην ψυχή σου. Εσύ οπωσδήποτε δεν θα το ζητάς αυτό. 

Μη λυπάσαι, όταν δεν παίρνεις από το Θεό αμέσως ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σε ευεργετήσει ακόμα πιο πολύ, αν μένεις αφοσιωμένος σ’αυτόν με την επίμονη προσευχή. Και τι άλλο είναι ανώτερο από τη συναναστροφή σου με το Θεό και από την απασχόλησή σου με τη μαζί του επικοινωνία;

Είναι δίκαιο να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο προσευχής.
Αν προσεύχεσαι μαζί με αδελφούς ή και μόνος σου, αγωνίζου να μην προσεύχεσαι από συνήθεια, αλλά από (και με) συναίσθηση.
Συναίσθηση προσευχής σημαίνει ευλαβική και κατανυκτική περίσκεψη και οδύνη της ψυχής με ομολογία των κριμάτων της και μυστικούς στεναγμούς.

Όταν προσεύχεται, φύλαγε με όλη σου τη δύναμη τη μνήμη σου, για να μη σου αραδιάζει τα δικά της, αλλά να παρακινάς τον εαυτό σου να λαβαίνει συνείδηση πως στέκεις μπροστά στο Θεό. Γιατί συνήθως ξεκλέβεται πολύ ο νούς από τη μνήμη την ώρα της προσευχής.

Όταν, αν και έκανε πολλά ο παμπόνηρος δαίμονας, δεν μπορέσει να δημιουργήσει εμπόδια στην προσευχή του δικαίου, χαλαρώνει τότε για λίγο την πίεσή του και μετά τον εκδικιέται όταν προσευχηθεί. Γιατί ή αφανίζει, ερεθίζοντάς τον σε οργή, την εξαίρετη κατάσταση της προσευχής, που δημιουργείται μέσα του, ή, ερεθίζοντάς τον σε αλόγιστη ηδονή,περιγελάει υβριστικά το νού.

Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη του Θεού, που δίνει «ευχήν τω ευχομένω» δίνει λόγια προσευχής σ’όποιον προσεύχεται (Α΄ Βασ. β΄ 9). Να τον επικαλείσαι λοιπόν λέγοντας «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ.ς΄9), δηλαδή να έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί έτσι μας δίδαξε ο Χριστός, όταν έλεγε, πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Πατέρα «εν Πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 24).

Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος.

Συμπάσχοντας με την ασθένειά μας το Άγιο Πνεύμα έρχεται σε μάς αν και είμαστε ακάθαρτοι. Κι αν βρεί να προσεύχεται μόνον ο νούς σ’αυτό και σύμφωνα με την αλήθεια, τότε επιβιβάζεται σ’αυτόν και εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των λογισμών ή των νοημάτων, που τον περικυκλώνει, παρακινώντας τον σε έρωτα πνευματικής προσευχής.

Όποιος αγαπάει την αληθινή προσευχή, αλλά θυμώνει και μνησικακεί, δεν είναι αψεγάδιαστος. Γιατί μοιάζει μ’εκείνον, που θέλει να βλέπει καλά και καθαρά, αλλά κουνάει ταραγμένα και νευρικά τα μάτια του.
Αν ποθείς να προσευχηθείς, μην κάνεις τίποτε από όσα είναι αντίθετα από την προσευχή, για να σε πλησιάσει ο Θεός και να συμπορευθεί μαζί σου.
Μη συλλάβεις μέσα σου οποιοδήποτε σχήμα του Θεού, όταν προσεύχεσαι, και μην επιτρέπεις να λάβει κάποια μορφή ο νούς, αλλά να προσεύχεσαι άυλα στον άυλο και θα καταλάβεις.

Ο δεμένος δεν μπορεί να τρέξει. Ούτε νούς, που δουλεύει σαν σκλάβος σε πάθος, μπορεί να ιδεί τόπο προσευχής πνευματικής. Γιατί τραβιέται και μεταφέρνεται εδώ κι εκεί απ΄το εμπαθές (δηλαδή το δέσμιο σε πάθος) νόημα και υπό την προϋπόθεση αυτή δεν θα έχει τόπο, όπου να στέκεται ακλόνητα και σταθερά.
Όταν λοιπόν ο νούς προσεύχεται καθαρά και ελεύθερος από πάθη (απαθώς), τότε οι δαίμονες δεν του κάνουν επίθεση από τα αριστερά (δηλαδή με αρνητικό τρόπο), αλλά από τα δεξιά (δηλαδή με θετικό τρόπο). Του υποβάλλουν δηλαδή μια ιδέα και κάποιο σχήμα από αυτά, που αγάπαει η αίσθηση, ώστε να του φαίνεται πως πέτυχε τέλεια το σκοπό της προσευχής. Και αυτό, είπε ένας με φωτισμένη γνώση άνθρωπος, γίνεται από το πάθος της κενοδοξίας και προκαλείται από το δαίμονα, που αγγίζει τον εγκέφαλο.

Λέγεται στην Αποκάλυψη πως οι φιάλες των θυμιαμάτων είναι οι προσευχές των αγίων, τις οποίες κρατούσαν οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι (Αποκ. ε΄8). Πρέπει κάτω από την εικόνα της φιάλης να εννοήσουμε τη φιλία με το Θεό, δηλαδή την τέλεια και πνευματική αγάπη, που, όταν υπάρχει, γίνεται η προσευχή «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 23-24).

Νείλου του Ασκητού

κάθε χριστιανός έχει μέσα στη καρδιά του την εικόνα Της



Εκεί, μέσα στο κρυμμένο βάθος της ψυχής του, ο απλός κι ανώνυμος άνθρωπος που διαφεύγει από δίχτυ της ιστορίας όχι όμως από το βλέμμα του Θεού, έχει πάντοτε αναμμένο ένα καντήλι στην Παναγιά. Κι όσο πυκνώνει το νέφος της αγωνίας, όσο θεριεύουν τα βάσανά μας, σ’ Εκείνης την αγκαλιά σπεύδουμε να κρυφτούμε, ν’ αφήσουμε τα δάκρυά μας να τρέχουν στην ποδιά Της. Σ’ Εκείνην, την Μυστηριακή Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας να νιώσουμε το χέρι Της να μας σκουπίζει τα δάκρυα, να μας δίνει δύναμη, να γαληνεύει την τρικυμισμένη μας ψυχή.

http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/christodoulos.asp?id=20&what_main=1&what_sub=3&lang=gr&archbishop_heading=%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Εἰς κοσμικούς



 Χριστοῦ μαθηταί͵ τοῦ καλοῦ καὶ πραέος͵ μῆνιν φέροντες εἰς ἑαυτοὺς ταῖς μάχαις͵ πῶς εἰς τὸν αὐτοῦ βαίνετε φρικτὸν δόμον; Δώρων πανάγνων πῶς μεθέξετε ξένως; Καὶ μὴν Ἰούδας͵ ὁ προσελθὼν ἐν δόλῳ͵ φιλῶν μὲν ἔξω͵ μηνιῶν δὲ τοῖς ἔσω͵ ὤφθη μαθητὴς πεπρακὼς τὸν Δεσπότην. Μηδεὶς παρίτω λοιπὸν ἐχθρωδῶς ἔχων͵ ξίφος κατ΄ αὐτοῦ πηγνύων τῇ καρδίᾳ͵ αἰώνιον πῦρ ἀντίδωρον λαμβάνων. Γνόντες τὰ τῇδε προσφιλῶς σχῶμεν πάνυ.

Αγ.Θεοδώρου του Στουδίτου

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Τῆς δέ τί καθαρώτερον;Τί δέ ἀμεμπτότερον;

 Ἐξοστρακισθεὶς δὲ τοῦ ἐνδύματος͵ εἰ μὴ ταῖς θείαις προμηθείαις ἀντανίστατο͵ οὐκ ἂν εἰς τὴν πο λυπαθεστάτην ἀλλοίωσιν κατηγάγετο͵ ἀντὶ Θεοῦ μονάρχου πολυθεΐαν σεβόμενος. Διά τοι ταῦτα͵ ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι͵ τῇ φθορᾷ κατεσχημένων ἁπάν των͵ καὶ Θεοῦ κατοικτιζομένου μὴ εἰς παντελῆ ἀνυπαρξίαν χωρῆσαι τὸ τῶν οἰκείων χειρῶν πλάσμα͵ ἄλλου καινοῦ οὐρανοῦ͵ γῆς τε καὶ θαλάσσης ποίημα͵ ἐν οἷς χωρηθῆναι εὐδοκεῖ δι΄ ἀνάπλασιν τοῦ γένους ὁ ἀχώρητος. Καὶ ταῦτά ἐστιν ἡ μακαρία καὶ πολυ ύμνητος Παρθένος. Ὢ τοῦ θαύματος Οὐρανὸς μὲν͵ ὡς ἐκ τῶν ἀδύτων θησαυρῶν͵ τὸν τῆς δικαιοσύνης ῞Ηλιον ἀνίσχουσα· γῆ δὲ͵ ὡς ἐκ τῶν ἀχράντων λαγό νων τῆς ἀφθαρσίας͵ τὸν στάχυν τῆς ζωῆς βλαστή σασα· θάλασσα͵ ὡς ἐκ τῶν κοιλιακῶν κόλπων͵ τὸ νοητὸν μαργαρίτην προφέρουσα. ῎Ηδη τοιγαροῦν παρήχθη ἡ νεοφανὴς κτίσις τοῦ ἀχωρήτου. Ηὐτρε πίσθη ἡ βασίλειος αὐλὴ τοῦ Παμβασιλέως. Ἡτοι μάσθη τὸ λογικὸν καταγώγιον τοῦ ἀκαταλήπτου. Ὡς μεγαλοπρεπὴς ὅδε ὁ κόσμος ὡς ἀξιάγαστος ἡ δη μιουργία͵ φυτοῖς ἀρετῶν ὡραΐζουσα͵ ἄνθεσιν ἁγνείας εὐωδιάζουσα͵ λαμπρότησι θεωριῶν ἀγλαΐζουσα͵ πᾶ σιν ἄλλοις ἀμφιλαφέσιν ἀγαθοῖς ἀνενδεῶς ἔχουσα͵ ἀξία͵ τὸ δὴ λεγόμενον͵ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐνοικήσεως.Καίτοι γε καὶ ὁ πρὶν κόσμος͵ θαυμα στὸς ὅτι μάλιστα· ὅτε γὰρ͵ φησὶν͵ ἐγενήθησαν ἄστρα͵ ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου͵ῃ καὶ ὕμνησαν. Ἀλλ΄ οὔ τί πω οὕτω θεοπρεπὲς͵ ὡς ἡ μακαρία αὕτη καὶ πανθαύμαστος Παρθένος. Καὶ ὅτι ἀληθὲς͵ ἄκουσον τοῦ πολύτλα Ἰὼβ λέγοντος· Οὐρανὸς μὲν οὐ καθαρὸς͵ ἄστρα δὲ οὐκ ἄμεμπτα ἐναντίον αὐτοῦ. Τῆς δὲ τί καθαρώτερον; τί δὲ ἀμεμ πτότερον; ἧς τοσοῦτον ἠράσθη Θεὸς͵ τὸ ἀκρότατον φῶς καὶ καθαρώτατον͵ ὡς δι΄ ἐπελεύσεως ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς αὐτῇ συγκραθῆναι͵ καὶ ἐξ αὐτῆς προελθεῖν τέλειος ἄνθρωπος͵ μετὰ τῆς ἀμε ταβόλου καὶ ἀσυγχύτου τῶν οἰκείων ἱδρύσεως. Ὢ τοῦ θαύματος Τὴν ἰδίαν δούλην͵ μητέρα κτήσασθαι οὐκ ἐπῃσχύνθη ὁ φιλανθρωπότατος. Ὢ τῆς συγκα ταβάσεως Τοῦ ἰδίου πλάσματος γέννημα χρηματίσαι οὐκ ἀπῃνήνατο ὁ ὑπεράγαθος͵ ἐκείνης ἐρασθεὶς δη λαδὴ τῆς ὡραιοτέρας πάσης κτίσεως͵ ἐκείνης ἐπι λαβόμενος τῆς ἀξιωτέρας τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
 Αγ.Θεοδώρου του Στουδίτου

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν.....



«14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. 15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ. 16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός. 17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· 19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. 20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· 22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, 23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; 25 εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας».

Ρωμ. 7, 14-25

Καλό Μήνα



Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ, ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος.