Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Αββά Δωροθέου

Γιατί υπάρχουν τρία είδη ψυχικών διαθέσεων, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, με τα οποία μπορούμε να ευαρεστήσουμε στο Θεό. Δηλαδή, ευαρεστούμε στο Θεό ή επειδή φοβό­μαστε την κόλαση -και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου- ή εκπληρώνουμε τις εντολές του Θεού, επειδή επιδιώ­κουμε τα κέρδη που θα πάρουμε σαν μισθό από το Θεό για την προσωπική μας ωφέλεια -και σ' αυτό το σημείο μοιάζουμε με τους μισθωτούς- ή για το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού.

Γιατί, όταν ο υιός φτάσει σε ώριμη ηλικία, κάνει το θέλημα του πατέρα του, όχι γιατί φοβάται μήπως τον δείρει, ούτε για να πάρει άπ' αυτόν μισθό, αλλά επειδή τον αγαπάει ιδιαίτερα και τον σέβεται και είναι σίγουρος ότι όλα τα υπάρχοντα του πατέρα του είναι δικά του. Αυτός αξιώνεται ν' ακούσει: Δεν είσαι πια δούλος, αλλά υιός και κληρονόμος του Θεού, δια Χριστού (Γαλ. 4, 7). Αυτός δεν φοβάται πια το Θεό, μ' εκείνον βέβαια τον αρχικό φόβο, αλλά τον αγαπάει, όπως λέει ο Αγ. Αντώνιος: Εγώ δεν φοβάμαι πια το Θεό, αλλά τον αγαπώ. Και ο Κύριος που είπε στον Αβραάμ, μετά την προσφορά του παιδιού του: Τώρα πια βεβαι­ώθηκα ότι φοβάσαι το Θεό (Γεν. 22, 12), εκείνον τον τέλειο φόβο εννοούσε, που έρχεται στην ψυχή από την αγάπη. Γιατί πως θα έλεγε: Τώρα πια βεβαιώθηκα; - Συγχωρά με, Θεέ μου, που θα κάνω αυτή τη σκέψη. Τόσα πολλά έκανε ο Αβραάμ. Υπά­κουσε στο Θεό και άφησε όλα του τα υπάρχοντα και ξενιτεύτηκε σε ξένη γη και σε ειδωλολατρικό έθνος, όπου δεν υπήρχε ούτε ίχνος θεοσέβειας, και πάνω άπ' όλα του έστειλε και το φοβερό πειρασμό της θυσίας του παιδιού του. Και μετά άπ' όλα αυτά του λέει: Τώρα πια βεβαιώθηκα ότι φοβάσαι το Θεό; Είναι ολοφάνερο ότι τον τέλειο φόβο ευνοούσε, αυτόν που έχουν οι Άγιοι. Γιατί δεν κάνουν πια το θέλημα του Θεού από το φόβο της τιμωρίας ή για να πάρουν μισθό, αλλά επειδή αγαπάνε το Θεό, όπως πολλές φορές είπαμε, επειδή φοβούνται να κάνουν κάτι που δεν συμφωνεί με το θέλημα του Αγαπημένου. Και γι' αυτό λέει: Η αγάπη απομακρύνει το φόβο. Γιατί δεν τηρούν πια το νόμο του Θεού από φόβο, αλλά φοβούνται επειδή αγαπάνε.

Αυτός είναι ο τέλειος φόβος, αλλά δεν μπορεί κανείς να φτάσει στον τέλειο φόβο, όπως πριν είπαμε, αν δεν αποκτή­σει πρώτα τον αρχικό φόβο. Γιατί λέει: Η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου (Ψαλμ. 110, 10). Και πάλι λέει: Αρχή και τέλος είναι ο φόβος του Θεού (Παροιμ. 1, 7: 9,10: 22, 4). Αρχή εννοεί τον αρχικό φόβο που τον διαδέχεται ο τέλειος, ο φόβος των αγίων. Ο αρχικός λοιπόν φόβος ταιριάζει στο δικό μας πνευματικό επίπεδο. Αυτός προφυλάσσει την ψυχή από κάθε κακία, όπως το γάνωμα προφυλάσσει το χάλκωμα. Γιατί λέει: Με το φόβο του Κυρίου ξεφεύγει καθένας από κάθε κακό (Παροιμ. 15, 27). Εάν λοιπόν απομακρυνθεί από το κακό, με το φόβο της τιμωρίας, σαν το δούλο που φοβάται το αφεντικό του, φτάνει σιγά-σιγά να κάνει το καλό, και κάνοντας το καλό αρχίζει λίγο-λίγο να ελπίζει και σε κάποια αμοιβή της εργασίας, όπως ακριβώς και ο μισθωτός. Όταν λοιπόν επιμείνει στην αποφυγή του κακού, όπως είπαμε, από φόβο σαν το δούλο, και πάλι, όταν συνεχίσει να κάνει το καλό με την ελπίδα της αμοιβής, όπως ακριβώς ο μισθωτός, παραμένοντας, με τη Χάρη Θεού, στην προσπάθεια του καλού για αρκετό χρονικό διάστημα και προσεγγίζοντας το Θεό, ανάλογα με την πρόοδο του, γεύεται τελικά τη Θεϊκή παρουσία και δεν θέλει πια ν' απομακρυνθεί από το Θεό. Γιατί ποιος μπορεί πια να τον χωρίσει, όπως είπε ο Απόστολος, από την αγάπη του Χριστού; (Ρωμ. 8, 35). Τότε φτάνει στην κατάσταση του υιού και αγαπάει το καλό για το ίδιο το καλό και φοβάται επειδή αγαπάει. Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος και τέλειος φόβος.